Εφημερίδα Συντακτών

11/04/2013

Το τέλος της Πράσινης Επανάστασης

Οι προηγμένες τεχνολογικά και γενετικά μέθοδοι καλλιέργειας που εφαρμόστηκαν από το 1950 και μετά και διέσωσαν πάνω από ένα δισ. ανθρώπους από την πείνα σήμερα έχουν αρχίσει να γίνονται αναποτελεσματικές

 

Του Τάσου Σαραντή

 

Ονομάστηκε Πράσινη Επανάσταση και ουσιαστικά αποτέλεσε το επιστέγασμα γενετικών ερευνών και πειραματισμών 30 χρόνων που είχαν στόχο την εφαρμογή νέων μεθόδων και τη δημιουργία ποικιλιών φυτικών ειδών με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόδοση ανά στρέμμα. Με τη βοήθεια της επιστήμης και την υιοθέτηση νέων τρόπων καλλιέργειας, όπως η μονοκαλλιέργεια, την ανάπτυξη νέων ειδών φυτών, κυρίως υβριδίων, αλλά και με την ανάπτυξη νέων μεθόδων βελτίωσης της παραγωγής, όπως η εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων, η Πράσινη Επανάσταση επέφερε ριζικές αλλαγές στη γεωργία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, γεγονός που διέσωσε περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους από την πείνα.

 

Η πρώτη Πράσινη Επανάσταση συνέβη στις αναπτυγμένες χώρες μεταξύ 1950 και 1970, ενώ η δεύτερη, μετά το 1967 στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη δεύτερη Πράσινη Επανάσταση αποδίδεται το 90% της αύξησης στην παγκόσμια παραγωγή στη δεκαετία του 1960, περίπου το 70% στη δεκαετία του 1970 και το 80% της αύξησης στη δεκαετία του 1980. Εκτοτε, η Πράσινη Επανάσταση παρουσίασε στασιμότητα για τις βασικές καλλιέργειες τροφίμων σε πολλές περιοχές του κόσμου, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε από τους επιστήμονες του Ινστιτούτου για το Περιβάλλον του Πανεπιστήμιου της Μινεσότα και του Πανεπιστήμιου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά. Η επιστημονική ομάδα ανέπτυξε γεωγραφικούς λεπτομερείς χάρτες των ετήσιων συγκομιδών και των αποδόσεων των καλλιεργειών κατά την περίοδο 1961-2008.

 

Μελετώντας 2,5 εκατομμύρια παρατηρήσεις, που αφορούσαν απογραφές των αποδόσεων των καλλιεργειών από διαφορετικές χώρες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αν και σχεδόν όλες οι περιοχές παρουσίασαν αύξηση στην απόδοση, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το 24 έως 39% των αποδόσεων των καλλιεργειών που είχαν συγκομισθεί είχαν μείνει στάσιμες ή είχαν μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Η διαπίστωση αυτή αφορά τις καλλιέργειες και στις δύο από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες του κόσμου, την Κίνα και την Ινδία.

 

Η μελέτη επικεντρώθηκε στην απόδοση των καλλιεργειών που αφορούσαν τον αραβόσιτο (καλαμπόκι), το ρύζι, το σιτάρι και τη σόγια. Η παραγωγή σιτηρών υπερδιπλασιάστηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ των ετών 1961-1985. Οι αποδόσεις του ρυζιού, του αραβοσίτου και του σίτου αυξήθηκαν σταθερά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι αυξήσεις στην παραγωγή μπορούν να αποδοθούν περίπου εξίσου στην ανάπτυξη της άρδευσης και στη χρήση λιπασμάτων και σπόρων, τουλάχιστον στην περίπτωση του ασιατικού ρυζιού.

 

Ωστόσο, στη συνέχεια, για τις τρεις πρώτες παραγωγούς ρυζιού στον κόσμο, την Κίνα, την Ινδία και την Ινδονησία, δεν υπάρχουν κέρδη στην απόδοση για το 79%, το 37% και το 81% των καλλιεργειών του ρυζιού, αντίστοιχα. Ομοίως, για τους κορυφαίους παραγωγούς σίτου, την Κίνα, την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η απόδοση των καλλιεργειών παρέμεινε στάσιμη για το 56%, το 70% και το 36%, αντίστοιχα, των καλλιεργήσιμων εκτάσεων σίτου. Σε ό,τι αφορά τη μειωμένη παραγωγή στην Ινδία, θα μπορούσε να αποδοθεί σε θέματα σπόρων, παράσιτων και έλλειψης νερού, εκτός από την κακή απόδοση. Για το ρύζι και το σιτάρι τα σημαντικότερα αίτια για τη μείωση της απόδοσης είναι η έλλειψη καλών σπόρων, η έλλειψη άρδευσης και η παρουσία ζιζανίων.

 

«Αυτή η μελέτη περιγράφει με σαφήνεια τους τομείς όπου οι αποδόσεις για σημαντικές καλλιέργειες τροφίμων παρουσίασαν στασιμότητα ή μείωση, καθώς και τις περιοχές όπου οι αποδόσεις παρουσιάζουν ακόμη ραγδαία βελτίωση», αναφέρουν οι ερευνητές. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι θα πρέπει να αλλάξουμε την πορεία μας, αν θέλουμε να θρέψουμε έναν αυξανόμενο πληθυσμό στις επόμενες δεκαετίες.

 

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης είναι η διαπίστωση των ερευνητών για τις αποδόσεις του σιταριού και του ρυζιού, δύο καλλιέργειες που χρησιμοποιούνται ευρέως για την παραγωγή τροφίμων, οι οποίες προμηθεύουν περίπου το ήμισυ των διατροφικών θερμίδων του κόσμου. Οπως διαπιστώθηκε, οι αποδόσεις του σιταριού και του ρυζιού μειώνονται σε ένα υψηλότερο ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης από αυτές του καλαμποκιού και της σόγιας, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή κρέατος ή βιοκαυσίμων.

 

«Το εύρημα αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό γιατί σημαίνει ότι έχουμε επικεντρωθεί κατά προτίμηση στην προσπάθεια για τη βελτίωση των καλλιεργειών που συνδέονται με τη διατροφή των ζώων και την τροφοδοσία των αυτοκινήτων, ενώ έχουμε υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις στο σιτάρι και στο ρύζι», αναφέρουν ο ερευνητές. «Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων στο μέλλον, εάν στο ένα τρίτο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων για τις πιο σημαντικές καλλιέργειές μας δεν καταγράφεται βελτίωση της απόδοσης πλέον; Χωρίς προσπάθεια για τη συνέχιση της Πράσινης Επανάστασης, οι μαλθουσιανές προβλέψεις για τον υπερπληθυσμό στον πλανήτη μας, συνέπεια του οποίου θα είναι η πείνα, μπορεί να γίνουν πραγματικότητα», υπογραμμίζουν.