31/12/2013

Mες σε καπνούς και σε… ευχές

 

Της Χαράς Τζαναβάρα

 

Με… ευχολόγια αντιμετωπίζει το υπουργείο Περιβάλλοντος το αποπνικτικό νέφος καπνού που καταγράφεται το τελευταίο δεκαπενθήμερο στο λεκανοπέδιο Αττικής, αλλά και σε μεγάλα αστικά κέντρα της υπόλοιπης χώρας, όπως η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα.

 

 

Οι τιμές έχουν έως τώρα χτυπήσει «κόκκινο» στις 14-16 και στις 25-27 Δεκεμβρίου, αλλά οι αρμόδιοι φορείς μόλις το βράδυ της 28ης του μηνός εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία κάνουν… σύσταση προς το κοινό να περιορίσει τζάκια και ξυλόσομπες.

 

Προφανώς θεωρούν ότι η μαζική στροφή προς τέτοιες λύσεις έγινε γιατί οι πολίτες θέλουν να δημιουργήσουν… ατμόσφαιρα και όχι επειδή αναζητούν τρόπους να ζεσταθούν σε εποχές άγριας λιτότητας και ανεργίας, με τις τιμές των παραδοσιακών καυσίμων να έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.

 

Στην ανακοίνωση του υπουργείου ΠΕΚΑ αναφέρεται επίσης ότι τις επόμενες ημέρες -προφανώς μετά το βέβαιο τρίτο χτύπημα λόγω Πρωτοχρονιάς- θα γίνει σύσκεψη με το συναρμόδιο υπουργείο Υγείας και τους επιστημονικούς φορείς για να… εξεταστούν οι σύνθετες πτυχές του προβλήματος. Ομολογεί επίσης ότι θα προχωρήσει στην αξιοποίηση των 6 εκατ. ευρώ, τα οποία στην ανακοίνωση μνημονεύονται ως «λιμνάζοντα κονδύλια»!

 

Ο καπνός, ένας ρύπος που στο Λεκανοπέδιο έχει αντιμετωπιστεί με επιτυχία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, επανήλθε με τη μορφή αιωρούμενων σωματιδίων με μικρή και πολύ μικρή διάμετρο (10 και 2,5 μικροχιλιοστά), που εισχωρούν με ιδιαίτερη ευκολία στο αναπνευστικό σύστημα. Στις 16 Δεκεμβρίου μετρήθηκε στη Λυκόβρυση στα 189 μικρογραμμάρια και στο Μαρούσι στα 174, ενώ ένα δεκαήμερο αργότερα διαμορφώθηκε στις ίδιες περιοχές στα 118 και 111 μικρογραμμάρια.

 

Οι τιμές αυτές είναι έως και 3,5 φορές πάνω από τα επιτρεπτά όρια των 50 μικρογραμμαρίων που έχει θέσει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Μάλιστα αυτή η υπέρβαση του ορίου δεν μπορεί να γίνεται για περισσότερες από 35 ημέρες τον χρόνο, όταν μόνο το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου καταγράφηκαν μεγάλες υπερβάσεις επί δύο συνεχή τριήμερα!

 

Μελέτη της σχολής Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου αναφέρει ότι ένα τζάκι παράγει ποσότητες αιωρούμενων σωματιδίων που αντιστοιχούν σε καυστήρα κεντρικής θέρμανσης ο οποίος καλύπτει πολυκατοικία με 30 διαμερίσματα. Παρά την επιστημονική διαπίστωση, αλλά και τις αντιρρήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών, το φθινόπωρο του 2011 το υπουργείο Περιβάλλοντος επέτρεψε τη χρήση των πέλετ ως καυσίμου σε τζάκια και σόμπες, ενώ δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου της ποιότητάς τους. Ενα χρόνο μετά, το καύσιμο βιομάζας αναδείχθηκε σε προσιτή λύση, μετά τις πρωτοφανείς αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου και του ηλεκτρικού ρεύματος.

 

Δύο είναι τα ανησυχητικά στοιχεία που αποκαλύπτει η «Εφ.Συν.»:

 

*Το υπουργείο δεν έχει πλήρη εικόνα του φαινομένου, καθώς εδώ και μήνες έχει τεθεί εκτός λειτουργίας ο σταθμός μέτρησης στην οδό Αθηνάς, προφανώς λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, ενώ στην Πατησίων δεν μετριούνται από χρόνια τα αιωρούμενα σωματίδια.

 

*Δεν υπάρχει πρόβλεψη, λόγω εφαρμογής κοινοτικής οδηγίας, για επιβολή έκτακτων μέτρων, όπως ισχύει για άλλους ρύπους, όπως το όζον και το διοξείδιο του αζώτου.

 

«Στους σταθμούς μέτρησης στην Αριστοτέλους και στο Μαρούσι από την περίοδο 2005-11 είχαν καταγραφεί υπερβάσεις στις μέσες μηνιαίες τιμές σωματιδίων τους χειμερινούς μήνες (Νοέμβριος-Ιανουάριος) που λειτουργούν οι κεντρικές θερμάνσεις και υπάρχει άπνοια. Ηδη έχει επιληφθεί του θέματος η Ευρωπαϊκή Επιτροπή», αποκαλύπτει ο χημικός μηχανικός Δημήτρης Χατζηδάκης, που υπηρέτησε 25 χρόνια στις υπηρεσίες περιβάλλοντος του αρμόδιου υπουργείου.

 

Επισημαίνει ότι οι εξειδικευμένοι επιστήμονες δεν αρκεί να διαπιστώνουν και να περιγράφουν το πρόβλημα, αλλά να προτείνουν μέτρα. Το σημαντικότερο πρόβλημα, κατά την άποψή του, δημιουργείται από την ανεξέλεγκτη καύση ακατάλληλων υλικών, όπως τα βερνικωμένα ξύλα και οι μελαμίνες, που εγκαταλείπονται στους δρόμους και θεωρούνται καλό καύσιμο από τους μη ενημερωμένους πολίτες.

 

Μεταξύ άλλων προτείνει: «Να συγκεντρώνονται με συστηματικό τρόπο υλικά που μπορούν να αποτελέσουν επιλήψιμο καύσιμο. Να θεσπιστεί άμεσα εθνική οριακή τιμή για τα αιωρούμενα σωματίδια, για τη λήψη έκτακτων μέτρων σε περιπτώσεις επεισοδίων ρύπανσης εξαιτίας τους. Υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο και η Κομισιόν δεν μπορεί να αντιδράσει».