Με fast track τα έργα στη Δικαιοσύνη


Πακέτο μέτρων από την κυβέρνηση για επιτάχυνση των διαδικασιών και ολοκλήρωση των επενδύσεων

Διαδικασίες εξπρές, ανάλογες με εκείνες που εφαρμόστηκαν επιτυχημένα για τα ολυμπιακά έργα, εφαρμόζει η Δικαιοσύνη για την ταχεία εκκαθάριση υποθέσεων που αφορούν επενδύσεις, έργα στρατηγικής σημασίας και μεγάλες δημόσιες συμβάσεις, μετά το πρόσφατο πακέτο νομοθετικών μέτρων που προώθησε η κυβέρνηση.

Υποθέσεις που υπάγονται στο λεγόμενο δικαστικό fast track θα δικάζονται στο πλαίσιο του θεσμού της «πιλοτικής δίκης», που σημαίνει ότι «μια κι έξω» θα εκκαθαρίζονται δικαστικά τα όποια θέματα εγείρονται από νομικής πλευράς. Ανάλογη ταχύτατη διαδικασία προβλέπεται για επίλυση των σχετικών διαφορών από Τριμελές Συμβούλιο δικαστικών λειτουργών. Σε ό,τι αφορά τις προσφυγές, που αποτελούν μόνιμη επωδό για κάθε επένδυση, από εκείνους που θεωρούν ότι βλάπτονται, υπάρχει πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία για να προχωρήσουν δικαστικά θα πρέπει να καταβάλουν ως παράβολο το 1% της αξίας της σύμβασης, ώστε να αποθαρρυνθούν οι αναίτιες προσφυγές. Τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή. Για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρονικά του Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε σημαντική μείωση των εκκρεμών υποθέσεων.

Οταν τα δικαστήρια «εμποδίζουν» τις επενδύσεις


Μόλις τώρα γίνονται τα πρώτα βήματα, ώστε η δικαστική λειτουργία να μην αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την οικονομία

Του Γιαννη Παλαιολογου

Προ ολίγων ημερών, εκδικάστηκε εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας μια υπόθεση ρουτίνας. Αφορά στην αμοιβή για σύμβαση μεταξύ μελετητικής εταιρείας και του ελληνικού Δημοσίου για την επέκταση και τη βελτίωση του πεδίου ελιγμών του αερολιμένα μεγάλου νησιού του Αιγαίου. Πιο συγκεκριμένα, αφορά δεύτερη αίτηση αναιρέσεως του γραφείου μελετών κατά απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σε σχέση με την υπόθεση.

Οι λεπτομέρειες είναι αφόρητες, αλλά αυτό που κάνει την υπόθεση να ξεχωρίζει είναι οι ημερομηνίες: η σύμβαση μεταξύ του γραφείου και του Δημοσίου συνήφθη το σωτήριο έτος 1979 και το έργο παραδόθηκε το 1984. Η πρώτη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου δημοσιεύθηκε το 1991 και αναιρέθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) το 1999. Σήμερα, εν έτει 2013, εν μέσω προσφυγών κατά των εργασιακών αλλαγών του Μνημονίου, του PSI και των αποκρατικοποιήσεων, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας εξετάζει εκ νέου μια υπόθεση που αφορά λιγότερο από 5 εκατ. δραχμές και ξεκινάει πριν η χώρα μας προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

Τέτοιες υποθέσεις γεμίζουν ντουλάπια, αίθουσες ολόκληρες, στο ΣτΕ, αποτρέποντάς το από το να ασχοληθεί εγκαίρως με κρίσιμα ζητήματα και οδηγώντας, πολλές φορές, σοβαρούς επενδυτές στα όρια της υπαρξιακής απόγνωσης. Αναίτιες αιτήσεις αναιρέσεων, καταχρηστική χρήση των ασφαλιστικών μέτρων από εταιρείες και ιδιώτες, η συντεχνιακή λογική υπό την οποία συχνά λειτουργούσαν δικηγόροι και δικαστές –οι μεν υπέρ της διόγκωσης της δικηγορικής ύλης, οι δε ενδιαφερόμενοι περισσότερο για περιορισμό του ωραρίου τους παρά για την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων– είχαν, σε βάθος χρόνου, ολέθρια αποτελέσματα. Στις αρχές του 2012, εκκρεμούσαν 31.909 δίκες στο ΣτΕ, ενώ ο μέσος όρος της καθυστέρησης για υπόθεση που είχε φτάσει ενώπιόν του ήταν πέντε έτη.

Δώδεκα μήνες αργότερα, ωστόσο, στις 31.12.2012, για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρονικά του δικαστηρίου, υπήρξε ουσιώδης μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, στις 27.966, καθώς εισήχθησαν μεν 6.734 υποθέσεις, αλλά περαιώθηκαν πάνω από δέκα χιλιάδες. Ενας από τους κύριους λόγους είναι ότι οι δικαστές έκαναν για πρώτη φορά μαζική χρήση της δυνατότητας διευθέτησης ξεκάθαρων υποθέσεων –που μεταφράζονται ως υποθέσεις που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν φτάσει ενώπιόν του– σε συμβούλιο, χωρίς να πάνε στο ακροατήριο. Επιπλέον, με διάταξη του νόμου 4055/2012 ορίστηκε ότι σε αιτήματα ασφαλιστικών μέτρων, οι δικαστές μπορούν να εκδίδουν, εντός προθεσμίας 10 ημερών, μόνο το διατακτικό της απόφασης (αν δηλαδή τα ασφαλιστικά μέτρα εγκρίνονται ή όχι). Αν το διατακτικό είναι απορριπτικό, τότε μπορεί η προσβαλλόμενη επένδυση να προχωρήσει άμεσα, αντί να περιμένει εβδομάδες και μήνες για τη δημοσίευση της απόφασης.

Μεγαλύτερη –και, ως είθισται, διαστρεβλωμένη– δημοσιότητα έλαβε το αυξημένο παράβολο για τα ασφαλιστικά μέτρα κατά δημοσίων διαγωνισμών και προμηθειών. Η σχετική ρύθμιση, που συμπεριελήφθη στον νόμο 4111/2013, όριζε ότι το ποσό της προκαταβολής θα ισοδυναμούσε με το 1% της προϋπολογισθείσας αξίας του εν λόγω έργου, με ανώτατο όριο τις 50.000 ευρώ. Ο σκοπός της ρύθμισης ήταν να αποθαρρύνει τις αναίτιες προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια, που οδηγούσαν σε μεγάλες καθυστερήσεις στην επικύρωση και την υλοποίηση επενδύσεων.

Τον Απρίλιο, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική τη ρύθμιση και το ύψος της προκαταβολής επανήλθε στο πρότερο επίπεδο των 100 ευρώ. Σε περίπτωση όμως απόρριψης των ασφαλιστικών μέτρων, παραμένει η υποχρέωση καταβολής του υψηλότερου ποσού. Αυτό έχει οδηγήσει σε ενστάσεις ότι το αυξημένο παράβολο περιορίζει την πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων συμπολιτών μας στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για παρανόηση: η ρύθμιση αφορά μόνο εργολήπτριες εταιρείες. Το παράβολο που πληρώνει ένας απλός πολίτης που θέλει να προσφύγει κατά της υλοποίησης ενός έργου παραμένει, βάσει του νόμου 3900/2010, στα 150 ευρώ.

Ανεπαρκή προσοχή, τέλος, σχετικά με την αντιμετώπιση της προβληματικής νοοτροπίας εντός του δικαστικού σώματος έχει λάβει το άρθρο 90 του Ν. 4055, που προβλέπει μη παροχή μισθού και αναστολή δικαιώματος διακοπών για δικαστικούς λειτουργούς που δεν διεκπεραιώνουν σε εύλογο χρόνο υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί.

To Δημόσιο

Ισως ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας στις προσπάθειες επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης είναι το ίδιο το Δημόσιο, που συμβάλλει τα μέγιστα ώστε η Θέμις, αν και όχι πάντα τυφλή, να κινείται με ρυθμούς ανάπηρης χελώνας. Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις και τους απλούς πολίτες, το κράτος και οι ΟΤΑ δεν πληρώνουν τίποτα για να καταθέσουν τις προσφυγές τους, σίγουρα δεν βοηθάει την κατάσταση. Μία από τις ενοχλητικές συνήθειες του Δημοσίου είναι να μην ανταποκρίνεται σε αιτήματα δικαστηρίων για την έγκαιρη αποστολή του υπό εκδίκαση φακέλου.

Με νέα ρύθμιση, η μη έγκαιρη αποστολή εκ μέρους του Δημοσίου θεωρείται πλέον αποδοχή των ισχυρισμών των εναγόντων. Μένει να φανεί πόσο αποτελεσματικό θα είναι το μέτρο.

Το όπλο μαζικής καθυστέρησης που κραδαίνει όμως η διοίκηση είναι οι αιτήσεις αναίρεσης, συχνά για υποθέσεις όπου είναι σαφώς απαγορευτική η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και για ποσά πολύ μικρότερα του κατώτατου ορίου των 40.000 ευρώ. Για τέτοιες μικροϋποθέσεις –επιδόματα λίγων χιλιάδων που κέρδισαν κάποιοι συνταξιούχοι, π.χ.– ταλαιπωρούνται για χρόνια τόσο οι εμπλεκόμενοι πολίτες, όσο και δεκάδες δικαστικοί λειτουργοί. Μάλιστα, είτε ως παρελκυστική τακτική είτε υπό τον φόβο της απόδοσης ευθυνών για μη εξάντληση των ένδικων μέσων, και παρά τις μεγαλόστομες κυβερνητικές εξαγγελίες περί επιτάχυνσης, οι αιτήσεις αναίρεσης εκ μέρους της διοίκησης ήταν τετραπλάσιες το 2011 σε σχέση με το 2008.