ή πώς να πληρώσετε μία γέφυρα στην τιμή των τριών και άλλα τινα…
Πηγή: Περιοδικό Γαλέρα
Λένε πως μια γέφυρα εκμηδενίζει τις αποστάσεις. Καμιά φορά, εκμηδενίζει και τη νοημοσύνη των φορολογουμένων
Την αποκάλεσαν «τεχνικό επίτευγμα υψηλής αισθητικής», «υποδειγματικό αναπτυξιακό έργο», «κόσμημα του τόπου» και «όραμα που έγινε πραγματικότητα». Τη φωτογράφισαν, τη φώτισαν με πυροτεχνήματα, τη διέτρεξαν με την ολυμπιακή φλόγα, την έκαναν σύμβολο προεκλογικής εκστρατείας.
Εντυπωσιακή ομολογουμένως η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου, σηματοδοτεί την πορεία της χώρας προς τον 21ο αιώνα, απαλλάσσοντας τους εκδρομείς του Πάσχα και της Καθαράς Δευτέρας από το μαρτύριο του φεριμπότ. Επίσης, επιτρέπει στους κατοίκους την Ναυπάκτου να πηγαίνουν για ψώνια στην Πάτρα και κάνει πραγματικότητα το όραμα της ζεύξης του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Κώστα Λαλιώτη. Κατά βάθος όμως αποτελεί υπόδειγμα του νέου τύπου δημοσίων έργων, που εγκαινίασε με πχιότητα η κυβέρνηση Σημίτη και προωθεί με σεμνότητα και ταπεινότητα η κυβέρνηση Καραμανλή, μαζί με μερικούς νταβατζήδες.
Η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου κόστισε συνολικά 740 εκ ευρώ ή 252 δισ. δραχμές. Από αυτά:
· Το 10% (74 εκ. ευρώ, ή 25 δισ. δρχ.) το έβαλε η κοινοπραξία που την κατασκεύασε και την εκμεταλλεύεται.
· Το 40% (296 εκ. ευρώ – 101 δισ. δρχ.) είναι η συμμετοχή του δημοσίου, δηλαδή το πληρώσαμε εμείς.
· Το υπόλοιπο 50% (370 εκ. ευρώ – 126 δισ. δρχ.) είναι δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, με κρατικές εγγυήσεις. Που σημαίνει ότι αν στραβώσει η δουλειά, η τράπεζα θα πάρει τα λεφτά της από το κράτος, δηλαδή από εμάς. Αν δεν στραβώσει, θα τα πάρει από τα διόδια, δηλαδή πάλι από εμάς.
Βάσει των συμφωνημένων, η κατασκευάστρια κοινοπραξία θα εκμεταλλεύεται τη γέφυρα μέχρι το 2039, δηλαδή επί 35 χρόνια. Από την εκμετάλλευση αυτή, υπολογίζεται ότι θα εισπράξει 1,7 δισ. ευρώ, ή 579 δισ. δραχμές. Αν αφαιρέσει κανείς τα 370 δισ. της τράπεζας, υπολείπονται 209 δισ. για την κοινοπραξία, δηλαδή 8,36 φορές παραπάνω από όσα έβαλε, ή περιθώριο κέρδους 736%. Δεν είναι κι άσχημα! Αν το υπολογίσουμε αυτό σε διάστημα 35 χρόνων, προκύπτει εύκολα ότι κάθε χρόνο η κατασκευάστρια κοινοπραξία θα καθαρίζει περίπου 6 δισ. δηλαδή το ¼ της αρχικής της συμμετοχής στο έργο. Δηλαδή σε 4 χρόνια θα έχει πάρει τα λεφτά της πίσω και θα της μένουν άλλα 31 χρόνια να εισπράττει. Αυτού του είδους οι δουλειές, πριν τις βαφτίσουν «υποδειγματικά αναπτυξιακά έργα», τις λέγανε απλώς «αποικιακές». Και ο βασιλεύς Λεοπόλδος, στο Κονγκό, το 1900, με τέτοιους όρους δούλευε.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα πώς μπορεί κάποιος με αρχικό κεφάλαιο 25 δισ. δηλαδή όσο κοστίζει η κατασκευή ενός ολυμπιακού σταδίου μαζί με τις υπερβάσεις (και λίγο παραπάνω από όσα κατηγορείται ο Νεονάκης ότι κέρδισε στο χρηματιστήριο) να βγάλει σε τέσσερα χρόνια τα λεφτά του και εφτά φορές άλλα τόσα στα επόμενα 31 χρόνια. Η απάντηση είναι απλή: πρέπει να βρεις κάποιον να σου βάλει το υπόλοιπο 90% της επένδυσης, χωρίς καμία αξίωση στα κέρδη. Υπάρχει τέτοιος μαλάκας; Ναι, υπάρχει. Ο Έλλην φορολογούμενος, δηλαδή εμείς.
Από πλευράς του Έλληνος φορολογουμένου, η κατάσταση έχει ως εξής:
· 101 δισ. (δηλαδή όσο η κρατική συμμετοχή) πληρώσαμε στη φάση της κατασκευής και
· 579 δισ. (δηλαδή όσα περιμένουν να εισπράξουν στην 35ετία) πληρώνουμε σε διόδια στην φάση της εκμετάλλευσης.
Αυτό σημαίνει ότι πληρώνουμε 680 δισ. για μια γέφυρα που αποδεδειγμένα στοίχισε 252, δηλαδή πληρώνουμε τη γέφυρα 2,7 φορές παραπάνω από το πραγματικό της κόστος. (Σχεδόν τρεις. Από εκεί πρέπει να βγήκε αυτό που λένε «Τρεις Γέφυρες»). Αυτό το μοντέλο κατασκευής δημοσίων έργων ονομάζεται «Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα» και διαφημίζεται ως ο πλέον σύγχρονος και αποτελεσματικός δρόμος για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Αν η γέφυρα είχε κατασκευαστεί με τις οπισθοδρομικές μεθόδους του προηγούμενου αιώνα, θα μας είχε κοστίσει 252 δισ. και θα την είχαμε αποσβέσει με τους ίδιους ρυθμούς σε 15 χρόνια και τρεις μήνες. Αλλά ακόμα κι αν ο κράτος επέμενε να εισπράττει διόδια επί 35 χρόνια, ώστε να μαζέψει 2,7 φορές την αξία της γέφυρας, έχει κάποια διαφορά να πληρώνεις διόδια στο κράτος και όχι σε κοινοπραξίες εταιρειών. Διότι τα λεφτά που πάνε σε κοινοπραξίες δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ, ενώ τα λεφτά που πάνε στο κράτος, όλο και κάποια τρύπα θα μπαλώσουν.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος αφελής να αναρωτηθεί γιατί το κράτος, αφού πλήρωσε που πλήρωσε το 40% (296 δισ.) της γέφυρας και δανείστηκε το άλλο 50% (370 δισ.), δεν έδινε και 25 δισ. στην κατασκευάστρια εταιρεία, να φτιάξει τη γέφυρα και να πάει στο καλό, αντί να μας κάθεται 35 χρόνια στο σβέρκο σαν τον Προκρούστη και να εισπράττει διόδια. Αλλά όχι. Διότι τότε η γέφυρα θα ήταν δημόσια επένδυση, πράγμα που γενικώς δεν αρέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και διότι ως δημόσια επένδυση, θα ξέφευγε διαρκώς από τον προϋπολογισμό και από τα χρονοδιαγράμματα, για να μην πούμε ότι πιθανώς να ήταν και ελαττωματική στην κατασκευή της. Αυτό πανηγύριζε ο Λαλιώτης όταν έτρεχε λαμπαδηδρόμος πάνω στη γέφυρα με το σορτσάκι και την ολυμπιακή δάδα: ότι μετά από είκοσι χρόνια εξουσίας, βρήκαν έναν τρόπο να φτιάξουνε το έργο χωρίς να φάνε τα λεφτά σε μίζες (πράγμα που δεν καταφέρανε π.χ. με το Κτηματολόγιο) και ο τρόπος αυτός είναι να μας κοστίζει τρεις φορές πάνω από την αξία του, μόνο και μόνο επειδή κάποιος ιδιώτης έβαλε το 10%. Αληθινά υποδειγματικό αναπτυξιακό έργο.
Αλλά το πιο άσχετο απ’ όλα είναι αυτές οι επικλήσεις στον Χαρίλαο Τρικούπη, που οραματίστηκε τη ζεύξη Ρίου Αντιρρίου για να φέρει την ανάπτυξη στη Δυτική Ελλάδα. Διότι ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν οραματίστηκε τη ζεύξη για να περνάνε ΙΧ, που άλλωστε τότε δεν υπήρχαν καν. Την οραματίστηκε για να περάσει το τρένο. Και από τη γέφυρα Ρίου Αντιρρίου τρένο δεν περνάει, με συνειδητή πολιτική απόφαση, για να μη μειώνει τα περιθώρια κέρδους της κοινοπραξίας που την εκμεταλλεύεται. (Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν περνάνε λεωφορεία από την Αττική Οδό). Υπ’ αυτήν την έννοια, το όραμα του Τρικούπη όχι μόνο δεν υλοποιείται, αλλά καθίσταται ακόμα πιο ανεδαφικό, αφού πλέον για να περάσει τρένο πρέπει να γίνει υποθαλάσσια σήραγγα – νέοι εργολάβοι, νέος δανεισμός, νέες επωφελείς Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα- ή να το περνάνε απέναντι με το φεριμπότ. ¨Όλ’ αυτά είναι αμφίβολα για τα επόμενα 35 χρόνια, που το πέρασμα βρίσκεται σε ιδιωτικά χέρια, σκληρούς και αποφασισμένους φραγκοφονιάδες, αλλά οι κάτοικοι της υποανάπτυκτης Ηπείρου που περιμένουν το τρένο από την εποχή του Τρικούπη, μπορούν να νιώθουν περήφανοι για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.