Ράγισε το οικοδόμημα της Ιαπωνίας

Υβρις που τιμωρήθηκε η πυρηνική Ιαπωνία

Του GAVAN McCORMACK*

Ο Μάρτιος του 2011 θα σηματοδοτήσει στην ιαπωνική ιστορία μια ρήξη ανάλογη με εκείνη του Αυγούστου του 1945, σφραγίζοντας το τέλος ενός ιδιαίτερου μοντέλου οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας. Τον Αύγουστο του 1945, τα ατομικά μανιτάρια που σκέπασαν τον ουρανό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι σήμαναν το τέλος του πολέμου, στον οποίο είχαν παρασύρει την Ιαπωνία, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, οι νεαροί αξιωματικοί της Κουαντούνγκ(1).

Με τον ίδιο τρόπο, ο φόβος μιας νέας πυρηνικής Αποκάλυψης, μετά το χάος που προκάλεσαν ο σεισμός και το τσουνάμι της 11ης Μαρτίου 2011, ίσως σηματοδοτήσει μια ρήξη με τις επιλογές που έκανε χρόνο με το χρόνο η ολιγαρχία των ιθυνόντων, ξεκινώντας αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πυρηνική Ιαπωνία είναι έργο αυτής της ολιγαρχίας.

Σε αντίθεση με την τραγωδία του 1945, που είχε καθαρά ανθρωπογενή αίτια, η καταστροφή του 2011 οφείλεται σε φυσικά φαινόμενα, οι δυσμενείς επιπτώσεις των οποίων, όμως, πολλαπλασιάστηκαν από ανθρώπινες αποφάσεις. Τα δύο γεγονότα, πάντως, έχουν κάτι κοινό: συγκλόνισαν τον κόσμο.

Αρκετές δεκαετίες, το «σύνδρομο της Χιροσίμα», δηλαδή ο φόβος και η αποστροφή του ιαπωνικού λαού απέναντι σε οτιδήποτε σχετιζόταν με τα πυρηνικά, είχε ωθήσει τις ιαπωνικές κυβερνήσεις να περιβάλλουν με τη μεγαλύτερη μυστικότητα τη στρατιωτική συνεργασία τους στο πλαίσιο της στρατηγικής πυρηνικής αποτροπής των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι «μυστικές συνθήκες» (mitsuyoku) που κατοχύρωναν τις σχετικές δεσμεύσεις, και συγκεκριμένα οι συμφωνίες που υπογράφηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, να μην δημοσιοποιηθούν παρά μόλις πριν από δύο χρόνια, μετά την αλλαγή κυβέρνησης(2). Επίσης, σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και χωρίς ποτέ να υποβληθεί στη βάσανο της λαϊκής ετυμηγορίας, αποφασίστηκε να υιοθετηθεί εθνική ενεργειακή πολιτική με κύριο άξονα την πυρηνική ενέργεια. Η καταστροφή της Φουκουσίμα φέρνει στο φως την πολυεπίπεδη χειραγώγηση που χρειάστηκε για την εφαρμογή ενός τέτοιου πυρηνικού προγράμματος: επανειλημμένες διαφημιστικές εκστρατείες, απόκρυψη γεγονότων, ψεύδη, ιδιαίτερα σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος ή και παραπληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους και με το επίπεδο ασφάλειας των συστημάτων προστασίας των εγκαταστάσεων.

ΚΡΙΣΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Ενώ καμία διέξοδος δεν έχει αρχίσει να διαγράφεται στη σημερινή κρίση, φαίνεται ήδη ότι η ιαπωνική δημοκρατία πρέπει να επανεξετάσει το πλαίσιο που έδωσε στους ηγέτες της τη δυνατότητα να συντρίψουν κάθε αντιπολίτευση για να οδηγήσουν τη χώρα στο οριακό σημείο που βρίσκεται. Πέρα από την έμμονη ιδέα μιας πυρηνικής τήξης και των συνεπειών της στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, πέρα από τα προβλήματα που προκαλούν οι διακοπές στην ηλεκτροδότηση, πρόκειται πλέον για κρίση της διακυβέρνησης και της δημοκρατίας. Φαίνεται ότι έχει έρθει η ώρα οι πολίτες να ανοίξουν έναν δρόμο προς την ανάκτηση του ελέγχου των μονοπωλίων, τα οποία βρίσκονται στα χέρια μιας ιθύνουσας τάξης ανώτατων αξιωματούχων και πολιτικών – οικονομικών παραγόντων με απολογισμό που αποδεικνύεται καταστροφικός, και να επινοήσουν έναν μακρόπνοο και υπεύθυνο τρόπο διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων. Η αναζήτηση νέων μορφών παραγωγής ενέργειας και κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης -και, τελικά, ενός νέου κοινωνικού μοντέλου- αναδύεται ως το κύριο ζητούμενο για το αύριο της ιαπωνικής κοινωνίας.

Το γεγονός ότι μια χώρα που μαρτύρησε από τα πυρηνικά όπλα αγκάλιασε με τέτοια θέρμη -που έφθανε, κάποιες φορές, τα όρια της ψύχωσης- τη συγκεκριμένη πηγή ενέργειας, αποτελεί πραγματικό παράδοξο. Απολαμβάνοντας προνομιακή και προστατευμένη θέση στη σφαίρα επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ιαπωνία μετατράπηκε τα τελευταία χρόνια σε ένα κράτος που κάνει ευρύτατη χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας και σε υπερδύναμη του πλουτωνίου. Είναι η μοναδική χώρα χωρίς πυρηνικά όπλα που ενεπλάκη στην ανάπτυξη εργοστασίων εμπλουτισμού και επεξεργασίας ουρανίου, καθώς και στο πρόγραμμα του αναπαραγωγικού αντιδραστήρα. Οι ιάπωνες κυβερνώντες έκαναν την επιλογή να θεωρήσουν το πιο επικίνδυνο ορυκτό που γνωρίζει η ανθρωπότητα ως τη μαγική λύση για να διασφαλίσουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας. Και, ενώ η «διεθνής κοινότητα» συγκέντρωνε την προσοχή της στην απειλή που πήγαζε από τη Βόρεια Κορέα, η Ιαπωνία ξέφευγε από τη διεθνή επαγρύπνηση και ακολουθούσε το πυρηνικό πεπρωμένο της.

Μόλις μία δεκαετία μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, την εποχή της «Ατομικής Ενέργειας για την Ειρήνη» του αμερικανού προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, η Ιαπωνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος. Το μακροπρόθεσμο πυρηνικό πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1967 προέβλεπε ήδη την ανακύκλωση των πυρηνικών καυσίμων και το πρόγραμμα του αναπαραγωγικού αντιδραστήρα. Από τότε, η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας αυξανόταν διαρκώς, για να τροφοδοτεί ολοένα μεγαλύτερα τμήματα του εθνικού δικτύου. Από το 3% της συνολικής παραγωγής ενέργειας το 1973, την περίοδο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, η πυρηνική ενέργεια έφθασε να αντιπροσωπεύει το 26% το 2008, ενώ σήμερα καλύπτει το 29%. Το 2006, το υπουργείο Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (ΜΕΤΙ) εγκαινίαζε τη «νέα ενεργειακή πολιτική» του, με στόχο να μετατρέψει την Ιαπωνία σε πυρηνική δύναμη (genshiryoku rikkoku). Το φύλλο πορείας προέβλεπε την ανάπτυξη της παραγωγής πυρηνικής, υδροηλεκτρικής και άλλων ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (με την πυρηνική ενέργεια να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο), ώστε να γίνει δυνατή η κάλυψη του 50% των ενεργειακών αναγκών της χώρας το 2020 και του 70% το 2030. Στο πλαίσιο του σχεδίου για τις βασικές ενεργειακές ανάγκες, το οποίο καταρτίστηκε το 2010, εννέα νέοι πυρηνικοί αντιδραστήρες θα κατασκευάζονταν μέχρι το 2020 (από τη δεκαετία του 1970 δεν έχει κατασκευαστεί κανένας) και συνολικά δεκατέσσερις μέχρι το 2030. Παράλληλα, η απόδοση των σημερινών αντιδραστήρων έπρεπε να αυξηθεί από το 60% της δυναμικότητας παραγωγής τους το 2008, στο 85% το 2020 και, τέλος, στο 90% το 2030.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το όνειρο της αιώνιας και ανεξάντλητης ενέργειας ενέπνευσε γενεές και γενεές στελεχών της ιαπωνικής γραφειοκρατίας. Σε κοντινή απόσταση από τον αντιδραστήρα πλουτωνίου του Μοντζού, το θεματικό πάρκο που είναι αφιερωμένο στον πυρηνικό σταθμό της Τσουρούγκα («Aquatom Nuclear Theme Park – Science Museum») υποδέχεται τους επισκέπτες του με τον εξής πρόλογο: «Η Ιαπωνία είναι φτωχή σε φυσικούς πόρους… Γι’ αυτό ο πυρηνικός αντιδραστήρας πλουτωνίου του Μοντζού είναι απαραίτητος. Γιατί το πλουτώνιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χιλιάδες χρόνια».

Δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων γεν έχουν επενδυθεί σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης, ενώ κολοσσιαίοι συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί κατευθύνθηκαν στην κατασκευή γιγάντιων βιομηχανικών συμπλεγμάτων. Εάν τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Εταιρειών Ηλεκτρισμού είναι αξιόπιστα, ο πυρηνικός σταθμός του Ροκάσο, στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Χονσού, έχει κοστίσει, στα σαράντα έτη της λειτουργίας του, το ποσό των 19 τρισεκατομμυρίων γεν, το οποίο είναι αρκετό για να του αποφέρει τον τίτλο της ακριβότερης πυρηνικής εγκατάστασης για πολιτικούς σκοπούς στην Ιαπωνία και, πιθανότατα, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η χώρα δραστηριοποιείται σε όλα τα στάδια της αλυσίδας της πυρηνικής καύσης. Κατασκευάζει εργοστάσια επεξεργασίας των πυρηνικών αποβλήτων, χρησιμοποιεί ως καύσιμο ένα μείγμα πλουτωνίου (όπως συμβαίνει, από τα τέλη του 2010, στον αντιδραστήρα νούμερο 3 του εργοστασίου Φουκουσίμα-Νταΐτσι) και αποθηκεύει μεγάλους όγκους ραδιενεργών καταλοίπων χαμηλής ακτινοβολίας. Εξάλλου, η Ιαπωνία δραστηριοποιείται στην τελειοποίηση του αναπαραγωγικού αντιδραστήρα, μιας τεχνολογίας τόσο περίπλοκης και τόσο ακριβής που, προς το παρόν, οι υπόλοιπες χώρες την έχουν αφήσει κατά μέρος, θεωρώντας την άπιαστο όνειρο. Από την προετοιμασία του καυσίμου μέχρι την κατασκευή και τη λειτουργία των αντιδραστήρων, από τον διαχωρισμό των ραδιενεργών αποβλήτων μέχρι την επεξεργασία και την αποθήκευσή τους, κάθε στάδιο του κύκλου παρουσίαζε προβλήματα πολύ πριν το τσουνάμι σκεπάσει το εργοστάσιο της Φουκουσίμα.

Μέχρι τις 11 Μαρτίου 2011, η Ιαπωνία αριθμούσε πενήντα τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες σε λειτουργία. Και η επιλογή της αποθήκευσης ραδιενεργών αποβλήτων τόσο υψηλής τοξικότητας και τόσο μεγάλης διάρκειας ζωής σε δεξαμενές δίπλα στους αντιδραστήρες αποδείχτηκε μοιραίο σφάλμα. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Αλβαρεζ(4), στις δεξαμενές πυρηνικών αποβλήτων τα επίπεδα της ραδιενέργειας ήταν 5 με 10 φορές υψηλότερα απ’ ό,τι στο εσωτερικό του αντιδραστήρα. «Μία μόνο από τις δεξαμενές αυτές περιέχει συγκέντρωση καισίου-137 υψηλότερη από την υποθετική συγκέντρωση όλων μαζί των πυρηνικών δοκιμών που έχουν γίνει στο βόρειο ημισφαίριο» διαβεβαιώνει ο Αλβάρεζ. Και συνεχίζει: «Οι εκπομπές καισίου-137 που θα προκαλούσαν μια πυρκαγιά στο εργοστάσιο, θα καθιστούσαν ακατοίκητη μια περιοχή μεγαλύτερη από εκείνη στο Τσέρνομπιλ». Πρόβλημα εξαιτίας του σεισμού ή διαρροές που οφείλονται στην κατάρρευση των υποδομών; Ο,τι κι αν συνέβη, οι ράβδοι του πυρηνικού καυσίμου αρκετών αντιδραστήρων βρέθηκαν μερικώς εκτεθειμένες, ενώ σημειώθηκαν φωτιές, οι επιπτώσεις των οποίων μένει να αποτιμηθούν. Οσο για την επαναλειτουργία των συστημάτων ψύξης, δεν έγινε δυνατή παρά έπειτα από τεράστιες προσπάθειες και είχε περιορισμένα αποτελέσματα. Ελικόπτερα έριχναν θαλασσινό νερό με πυροσβεστικές μάνικες, πριν τελικά οι αντλίες ψύξης ξανατεθούν σε λειτουργία την τελευταία στιγμή.

Μόλις η κρίση περάσει, τα εργοστάσια αυτά πρέπει να καθαριστούν από τη ραδιενέργεια και, κατόπιν, να κλείσουν. Εργο που ήδη προδιαγράφεται δύσκολο και δαπανηρό. Η όλη διαδικασία θα κρατήσει αρκετά χρόνια, τουλάχιστον μία δεκαετία. Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, πρέπει να βρεθεί τρόπος να ισοφαριστούν οι απώλειες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Θα καλυφθούν οι αντιδραστήρες με τσιμεντένιες σαρκοφάγους, όπως συνέβη στο Τσέρνομπιλ; Σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι αντιδραστήρες της Φουκουσίμα θα αποτελέσουν μνημείο των καταστροφικών σφαλμάτων που διέπραξε η μεταπολεμική πυρηνική Ιαπωνία.

Πριν από τη Φουκουσίμα, και άλλα πολύ γνωστά πυρηνικά εργοστάσια είχαν προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες. Στις 16 Ιουλίου 2007, το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο στον κόσμο, ο σταθμός Κασιβαζάκι στη Νιιγκάτα, του οποίου οι επτά αντιδραστήρες παράγουν 8.000 μεγαβάτ (MW), άντεξε σε σεισμό έντασης 6,8 Ρίχτερ, ενώ δεν είχε σχεδιαστεί για να δέχεται τόσο ισχυρές δονήσεις. Το περιστατικό αποκάλυψε ότι το κτίριο είχε χτιστεί πάνω σε άγνωστο μέχρι τότε σεισμικό ρήγμα. Μολονότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφεύχθηκαν τα χειρότερα, διαπιστώθηκαν διάφορες δυσλειτουργίες: διαλυμένοι αγωγοί, φωτιές και διαρροή ραδιενεργών σωματιδίων στη θάλασσα και στον αέρα.

Το εργοστάσιο Χαμαόκα, στην περιοχή Σιζουόκα, 190 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Τόκιο, διαθέτει πέντε αντιδραστήρες. Είναι και αυτό χτισμένο σε σεισμογενή περιοχή (στο σημείο σύγκρουσης των λιθοσφαιρικών πλακών Ευρασίας, Φιλιππίνων-Ειρηνικού και Βόρειας Αμερικής), στην οποία οι επιστήμονες αναμένουν σεισμικά γεγονότα στο προσεχές μέλλον. Σχετικά με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η εταιρεία απαντά ότι έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αντέξει η μονάδα σε σεισμό έντασης 8,5 ρίχτερ, δηλαδή όσο και το μέγεθος του ισχυρότερου σεισμού που έχει καταγραφεί στην περιοχή. Η σεισμική δόνηση 9 ρίχτερ που έπληξε τη Φουκουσίμα ακύρωσε μέσα σε λίγα λεπτά αυτούς τους υπολογισμούς. Εάν ένα τέτοιο γεγονός συνέβαινε στη Χαμαόκα, 30 εκατομμύρια άνθρωποι έπρεπε να εγκαταλείψουν την περιοχή.

ΝΕΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

Αυτή την περίοδο, ένα άλλο σχέδιο ξεσηκώνει αντιδράσεις. Δύο πυρηνικοί αντιδραστήρες προβλέπεται να κατασκευαστούν στο Καμινοσέκι, μια μικρή κοινότητα 3.700 κατοίκων στα νότια του φυσικού πάρκου της Εσωτερικής Θάλασσας, 80 χιλιόμετρα από τη Χιροσίμα. Η έναρξη των εργασιών έχει προσδιοριστεί για το 2018 στον πρώτο αντιδραστήρα και για το 2022 στον δεύτερο. Επειτα από τριάντα χρόνια καθυστερήσεων και αναβολών, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην έντονη αντίθεση των κατοίκων, ιδιαίτερα της μικρής κοινότητας ψαράδων του νησιού Ιβαϊσίμα, που βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το μελλοντικό εργοστάσιο, πέρυσι ξεκίνησε η εκχέρσωση του χώρου και η επιχωμάτωση τμημάτων της ακτής. Από τότε, τα επεισόδια μεταξύ αλιευτικών σκαφών, κανό, καγιάκ, από τη μία πλευρά, και πλοίων της εταιρείας, από την άλλη, πολλαπλασιάζονται. Υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων στη Φουκουσίμα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την κυβέρνηση να επεμβαίνει για να διαλύσει όσους διαμαρτύρονται. Αντιθέτως, ο νομάρχης της περιοχής ζήτησε πρόσφατα τη διακοπή των εργασιών.

Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες παράγουν μεγάλες ποσότητες αποβλήτων, τα οποία πρέπει να αποθηκεύονται ή να περνούν από επεξεργασία. Μετά το 1992, τα ραδιενεργά απόβλητα υψηλής ακτινοβολίας περνούν από επεξεργασία στα εργοστάσια του Σέλαφιλντ στην Αγγλία και της Λα Ε στη Νορμανδία. Κάθε φορτίο που κατευθύνεται στους προορισμούς αυτούς έχει συγκέντρωση πλουτωνίου ισοδύναμη με δεκαεπτά ατομικές βόμβες. Ο πρώην διευθυντής της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, Μοχάμαντ Ελ Μπαραντέι, θεωρούσε την επεξεργασία πυρηνικών αποβλήτων ως μια διαδικασία τόσο επικίνδυνη ώστε να πρέπει να πραγματοποιείται αυστηρά στο πλαίσιο διεθνών κανόνων. Μάλιστα, είχε ζητήσει από την Ιαπωνία μορατόριουμ πέντε ετών στον εμπλουτισμό και την επεξεργασία. Αίτημα το οποίο η Ιαπωνία είχε αγνοήσει, θεωρώντας ότι το μέτρο έπρεπε να εφαρμοστεί στις νέες μονάδες και όχι στα εργοστάσια που λειτουργούν εδώ και δεκαετίες.

Το εργοστάσιο του Ροκάσο, βόρεια της Φουκουσίμα, στην επαρχία Αομόρι, συγκεντρώνει στον ίδιο χώρο παραγωγή ενέργειας, εμπλουτισμό, επεξεργασία και αποθήκευση αποβλήτων. Το γεγονός αυτό κάνει το Ροκάσο το μεγαλύτερο μη στρατιωτικό πυρηνικό σύμπλεγμα στον κόσμο. Η μονάδα επεξεργασίας του μπορεί να δεχθεί 800 τόνους πυρηνικών αποβλήτων τον χρόνο. Στην ποσότητα αυτή έρχονται να προστεθούν ετησίως οκτώ τόνοι καθαρού πλουτωνίου (το ισοδύναμο 1.000 πυρηνικών κεφαλών), που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Τελικά, ύστερα από πολλές δυσκολίες, η επεξεργασία πυρηνικών αποβλήτων ξεκίνησε πειραματικά το 2006, χωρίς να αποδώσει μέχρι σήμερα τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα. Μια άλλη μονάδα επεξεργασίας, στην Τοκαϊμούρα, έκλεισε το 1999 έπειτα από ατύχημα στον αναπαραγωγικό αντιδραστήρα, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο εργατών και την έκθεση σε ραδιενεργό ακτινοβολία εκατοντάδων ανθρώπων. Από τότε, τα απόβλητα συσσωρεύονται. Τα περισσότερα αποθηκεύονται κοντά στον αντιδραστήρα από τον οποίο προέρχονται, όπως στη Φουκουσίμα.

Στην περίπτωση του Ροκάσο, ακόμη κι αν η επεξεργασία ξεκινούσε σύντομα, η διαδικασία δεν θα μπορούσε να αφορά παρά ελάχιστο μέρος των καταλοίπων που έχουν συσσωρευτεί επί χρόνια. Το 2006, ο όγκος τους υπολογιζόταν σε 12.600 τόνους. Επομένως, το ζήτημα των ιαπωνικών πυρηνικών αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένου του πλουτωνίου (η Ιαπωνία διαθέτει το ένα πέμπτο των παγκόσμιων αποθεμάτων πλουτωνίου για πολιτικούς σκοπούς), θα συνεχίσει να απαιτεί απαντήσεις και υπεύθυνες πρωτοβουλίες.

Τα πυρηνικά απόβλητα χαμηλής ακτινοβολίας διατηρούνται σε βυτία 200 λίτρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βυτία αυτά αποθηκεύονται στον ίδιο τον χώρο γύρω από τους αντιδραστήρες, αλλιώς μεταφέρονται στην υπόγεια δεξαμενή του Ροκάσο, χωρητικότητας τριών εκατομμυρίων βυτίων. Στη συνέχεια, οι σαράντα κοιλότητες που έχουν διαμορφωθεί στον χώρο, με χωρητικότητα δέκα χιλιάδων κοντέινερ η καθεμία, θα σκεπαστούν με χώμα και θα τεθούν σε φύλαξη για τριακόσια χρόνια. Ετσι, τα τεχνητά βουνά που θα σχηματιστούν, θα φυτρώνουν σαν δηλητηριώδη μανιτάρια σε αυτή την ήσυχη αγροτική γωνιά της επαρχίας Αομόρι.

Τα πυρηνικά απόβλητα υψηλής ακτινοβολίας μετατρέπονται σε γυαλί και τοποθετούνται σε ειδικά κοντέινερ πριν μεταφερθούν πάλι στο Ροκάσο, όπου αποθηκεύονται για τριάντα με πενήντα χρόνια, μέχρι να μειωθεί αργά η θερμοκρασία τους από τους 500 στους 200 βαθμούς Κελσίου. Μόνο στις συνθήκες αυτές μπορούν να θαφτούν με ασφάλεια σε βάθος 300 και πλέον μέτρων. Εκεί, θα σταματήσουν να εκπέμπουν ραδιενέργεια μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια.

Η «ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ»

Το μείγμα οξειδίου του ουρανίου και πλουτωνίου, που χρησιμοποιείται ως πυρηνικό καύσιμο στον αντιδραστήρα νούμερο 3 του εργοστασίου της Φουκουσίμα, αποτελεί έναν τρόπο επαναχρησιμοποίησης του πλουτωνίου χωρίς τη μετατροπή του σε πυρηνικό κατάλοιπο, αλλά, αντίθετα, με την ενεργή ενσωμάτωσή του στον διαρκή ενεργειακό κύκλο. Αλλά και οι αναπαραγωγικοί αντιδραστήρες προσφέρουν μια λύση στο πρόβλημα της συσσώρευσης του πλουτωνίου. Πράγματι, δίνουν τη δυνατότητα «αναπαραγωγής», δηλαδή της παραγωγής μεγαλύτερης ποσότητας πλουτωνίου από την αρχική, και μάλιστα καθαρού πλουτωνίου πολύ υψηλής ποιότητας. Οι κίνδυνοι και το κόστος που συνεπάγεται η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι τόσο σημαντικά, ώστε η Ιαπωνία είναι σήμερα η μοναδική χώρα που συνεχίζει να ακολουθεί τον δρόμο αυτό, παρά τα πενιχρά αποτελέσματα(5). Το πρότυπο αναπαραγωγικού αντιδραστήρα στην επαρχία Φουκούι της δυτικής ακτής έκλεισε υποχρεωτικά, μετά την προσπάθεια συγκάλυψης πυρκαγιάς από αμέλεια, λόγω διαρροών σοδίου. Το 2003, η απόσφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαπωνίας για το θέμα άνοιγε τον δρόμο για την επαναλειτουργία της μονάδας, αλλά διάφορες τεχνικές δυσκολίες δεν την επέτρεψαν. Σύμφωνα με τις σημερινές προβλέψεις, ο αναπαραγωγικός αντιδραστήρας ίσως μπορέσει να λειτουργήσει το 2050, δηλαδή με εβδομήντα χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με τον αρχικό στόχο, ενώ το Μονζού πρέπει να δώσει τη θέση του σε νέο εργοστάσιο μέχρι το 2030. Ολα αυτά με κόστος ένα τρισεκατομμύριο γεν.

Σήμερα, η Ιαπωνία έχει πέσει θύμα καταστροφικών σφαλμάτων εκτίμησης και παράνομων πρακτικών, που διαμόρφωσαν την ιστορία της τα τελευταία πενήντα χρόνια. Από τα πλαστά έγγραφα, την υποβάθμιση των κινδύνων και τις «μαγειρεμένες» εκθέσεις μέχρι την εξαπάτηση των επιθεωρητών πυρηνικής ασφάλειας και την πλήρη έλλειψη διαφάνειας για τα διάφορα ατυχήματα και τις επείγουσες διακοπές στη λειτουργία των εργοστασίων, κανένα νόμιμο ή άνομο μέσο δεν έμεινε αναξιοποίητο προκειμένου να συνεχιστούν οι ίδιες επιλογές. Η εικόνα μιας από τις πιο προηγμένες επιστημονικά και τεχνολογικά χώρες να προσπαθεί να συγκρατήσει μια διαδικασία πυρηνικής τήξης με μέσα τόσο εξευτελιστικά, όπως οι ρίψεις νερού με κουβάδες, οδηγεί τον ιαπωνικό λαό και, μαζί του, τους λαούς όλου του κόσμου να αναρωτηθούν: ποια χώρα, ανάμεσα σε όλες εκείνες που έλαβαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες την υπόσχεση της πυρηνικής αναγέννησης, θα τα κατάφερνε καλύτερα σε τέτοιες συνθήκες;

Παρά την καταστροφή της Φουκουσίμα, που συνεχίζει να αποτελεί απειλή, η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας δεν θα συμβεί αύριο. Η ιαπωνική ιθύνουσα τάξη θα συνεχίσει να επιδιώκει την κατοχύρωση ηγετικού ρόλου στο παγκόσμιο στερέωμα. Θα συνεχίσει, επίσης, να αντιμετωπίζει την πυρηνική ενέργεια ως μια ανεξάντλητη και καθαρή μορφή ενέργειας, ικανή να λύσει το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, και θα επιδιώξει τη διατήρηση της δύναμης πυρηνικής αποτροπής (στρατιωτικός βραχίονας των ΗΠΑ στον Ειρηνικό). Αντίθετα, μεγάλο μέρος της ιαπωνικής κοινωνίας τρέφει τελείως διαφορετικές προσδοκίες. Πυκνώνουν οι φωνές που επισημαίνουν την επείγουσα ανάγκη εφαρμογής μιας πραγματικά δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από το έδαφος της χώρας και τον προγραμματισμό εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας για πολιτικούς σκοπούς. Οι διεκδικήσεις αφορούν, επίσης, την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τον τερματισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την ανακύκλωση στα υπάρχοντα υλικά.

Στη διελκυστίνδα που φέρνει αντιμέτωπες μια γραφειοκρατία προσδεδεμένη με ζήλο στην ιδέα της πυρηνικής Ιαπωνίας και μια κοινωνία των πολιτών ανυπόμονη για την ανάδυση νέων κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών δεδομένων, υπάρχει το πριν και το μετά την 11η Μαρτίου 2011.

(1) (ΣτΜ): Ο στρατός της Κουαντούνγκ ήταν επίλεκτη στρατιωτική μονάδα του ιαπωνικού στρατού, η οποία λειτουργούσε σχετικά αυτόνομα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στην εισβολή της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία, το 1931.

(2) Βλ. Martine Bulard, «Οι διπλωματικοί ακροβατισμοί της Ιαπωνίας», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 4-7-10. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article296.

(3) ΣτΜ: «Atoms for Peace», πρόγραμμα που εγκαινίασαν οι ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950 και μέσω του οποίου παραχώρησαν πυρηνική τεχνολογία και εξοπλισμό σε χώρες που ήταν λιγότερο προηγμένες στον συγκεκριμένο τομέα.

(4) «Meltdown grow more likely at the Fukushima reactors», Ζ-Net, 14 Μαρτίου 2011.

(5) Βλ. Christine Berge, «Superphenix, des braises sous la cendre», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2011.