Νότης Μαριάς: “Κρατική τράπεζα ειδικού σκοπού για την αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους μέσω ΕΚΤ”

10/11/2010 – 20:21

|
Η κρίση χρέους που πλήττει πλέον έντονα τις χώρες του…

Νότης Μαριάς: Κρατική τράπεζα ειδικού σκοπού για την αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους μέσω ΕΚΤ

ευρωπαϊκού νότου αλλά και την Ιρλανδία αναδεικνύει για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας συνολικής στρατηγικής εκ μέρους των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού. Ταυτόχρονα, το Μνημόνιο και το ζήτημα του χρέους συνεχίζουν να παραμένουν στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής σκηνής διαμορφώνοντας έντονα και την πολιτική ατζέντα.

 

Επιμήκυνση ή αναδιάρθρωση χρέους

Η επίσημη κυβερνητική θέση, μετά από πολλές δολιχοδρομήσεις και διαψεύσεις, επικεντρώνεται κυρίως σε ρυθμίσεις που έχουν σχέση με την επιμήκυνση του χρέους της χώρας προς το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης. Η λύση αυτή σημαίνει χρονική επέκταση του Μνημονίου και της κηδεμονίας της χώρας από την τρόικα. Σημαίνει, επίσης, ότι οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη θα συνεχίσουν να εισπράττουν τοκογλυφικά επιτόκια από τη χώρα μας για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, τα επιτόκια δανεισμού από το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης θα αυξηθούν. Έτσι, σε σχέση με το δάνειο της χώρας μας από τις χώρες της Ευρωζώνης ύψους 80 δις ευρώ, το επιτόκιο δανεισμού με τα σημερινά δεδομένα θα ανέλθει περίπου στο 6%. Δηλαδή θα πλησιάσει στο μέσο επιτόκιο δανεισμού (6,2%) με το οποίο δανειζόταν η χώρα μας πριν ενταχθεί στο Μηχανισμό Δημοσιονομικής Σταθερότητας του ευρώ. Σύμφωνα όμως με τις αρχικές δηλώσεις Πάγκαλου (Το Βήμα, 31/10/2010) στην ατζέντα έχει τεθεί και το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Παρά τις εν συνεχεία κυβερνητικές διαψεύσεις, είναι προφανές ότι στην ατζέντα των διεθνών οργανισμών και κυρίως της ΕΕ φιγουράρει πλέον η αναδιάρθρωση του χρέους. Και η ρύθμιση αυτή δρομολογείται στο πλαίσιο της «ελεγχόμενης πτώχευσης» που επιδιώκεται να θεσμοθετηθεί με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας που αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 28-29 Οκτωβρίου.

 

Το ελληνικό πρόβλημα

Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ (Έκθεση 10/110, 5 Μαΐου 2010, σελ. 125) το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) της χώρας μας ανήλθε το 2009 στα 404 δις ευρώ, από τα οποία 264 δις ευρώ αναλογούν στο δημόσιο χρέος, το οποίο υπολογίζεται, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ότι θα ανέλθει το 2010 στα 329 δις ευρώ. Επίσης, κατά την ίδια Έκθεση, τα ποσά που θα καταβάλει η χώρα μας στα επόμενα χρόνια για τόκους παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα και έχουν ως ακολούθως:

 

Έτος

 

2009

 

2010

 

2011

 

2012

 

2013

 

2014

 

Δις ευρώ

 

11,8

 

12,9

 

14,9

 

17,1

 

18,9

 

19,94

 

Ποσοστό του ΑΕΠ

 

5%

 

5,6%

 

6,6%

 

7,5%

 

8,1%

 

8,2%

 

 

Με τη σύναψη των δανείων της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ από το 2012 και μετά τουλάχιστον 110 δις ευρώ από το δημόσιο χρέος θα έχει μετατραπεί σε χρέος που θα οφείλεται πλέον σε κράτη και διεθνείς οργανισμούς. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία, η ΕΚΤ κατέχει σήμερα ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας τουλάχιστον 60 δις ευρώ, τα οποία μάλιστα έχει αποκτήσει, σύμφωνα με δημοσιεύματα, σε συμφέρουσες τιμές με έκπτωση περίπου 30%. Έτσι, μετά το 2012 τουλάχιστον 170 δις ευρώ, δηλαδή ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους, δεν θα οφείλονται πλέον σε ιδιώτες, αλλά σε κρατικές οντότητες και διεθνείς οργανισμούς.

 

Υπερχρέωση της χώρας και δανειοδότηση από την ΕΚΤ

Όπως έχουμε υποστηρίξει πρόσφατα (Επίκαιρα, τ. 49ο, 23/9/2010, σελ. 26-27) η ΕΚΤ θα μπορούσε να δανειοδοτήσει το Ελληνικό Δημόσιο με επιτόκιο αντίστοιχο με αυτό που χρεώνει στις ιδιωτικές τράπεζες, το οποίο σήμερα κινείται στα επίπεδα του 1%, προκειμένου η Ελλάδα να αγοράσει τα παραπάνω ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και μάλιστα με έκπτωση 20%-25%. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνεται σταδιακά το ελληνικό δημόσιο χρέος χωρίς ταυτόχρονη τοκογλυφική επιβάρυνση της χώρας μας.

Επίσης, η ΕΚΤ θα μπορούσε να επεκτείνει τη χαμηλότοκη αυτή δανειοδότηση προς την Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπίσει με επιτυχία η χώρα μας τις δανειακές της ανάγκες τα προσεχή χρόνια, έξω από Μνημόνια και κηδεμονίες.

Μια τέτοια ρύθμιση είναι πλέον πολιτικά επιβεβλημένη. Μάλιστα, παρά τα όσα υποστηρίζονται από διάφορες πλευρές, μια τέτοια ενέργεια της ΕΚΤ όχι μόνο δεν απαγορεύεται από τις κείμενες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, αλλά αντίθετα επιτρέπεται.

 

Ίδρυση μιας ελληνικής KfW

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη διασφαλίσει τραπεζικό δανεισμό από την ΕΚΤ ύψους τουλάχιστον 90 δις ευρώ με επιτόκιο 1%, προσφέροντας ως ενέχυρα κρατικά ομόλογα και άλλους τίτλους κρατικών εγγυήσεων. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να διασφαλίσει και το Ελληνικό Δημόσιο αρκεί να αξιοποιήσει ευρηματικά τις ρυθμίσεις του δικαίου της ΕΕ. Έτσι όπως έχουμε ήδη αναλύσει (Επίκαιρα, τ. 53ο, 21/10/2010) η χώρα μας οφείλει σε πρώτη φάση να αξιοποιήσει τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ και οι λοιπές κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης οφείλουν να επιφυλάσσουν στα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στο Δημόσιο την ίδια μεταχείριση όπως και στα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διάθεση αποθεμάτων από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι μια τράπεζα που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο θα μπορεί να δανειστεί με επιτόκιο 1% από την ΕΚΤ, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις υπόλοιπες ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες.

Τις προτάσεις αυτές θέσαμε ταυτόχρονα σε διάλογο με διάφορους επιστήμονες (ΕΡΤ3, 20/10/2010 και SBC, 22/10/2010), ενώ αναλύσαμε ήδη (Νova, 25/10/2010) ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει την εμπειρία της ΚfW, δηλαδή της γερμανικής κρατικής τράπεζας η οποία δανείζει τη χώρα μας στο πλαίσιο της δανεια- κής σύμβασης Ελλάδας – κρατών Ευρωζώνης.

Επισημαίνεται σχετικά ότι η δανειακή σύμβαση Ελλάδας – χωρών Ευρωζώνης υπογράφτηκε στις 8 Μαΐου 2010 μεταξύ, αφενός μεν, της χώρας μας και, αφετέρου, 14 χωρών-μελών της Ευρωζώνης εκπροσωπουμένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη γερμανική KfW. Έτσι, αντί για τη Γερμανία, τη σύμβαση υπέγραψε το γερμανικό πιστωτικό ίδρυμα για την ανοικοδόμηση (Kreditanstalt für Wiederaufbau) KfW, που σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση «υπόκειται στις οδηγίες, τελεί υπό την εγγύηση και ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον της Γερμανίας».

Στην ουσία πρόκειται για μια γερμανική κρατική τράπεζα που ιδρύθηκε το 1948 προκειμένου να διευκολύνει τη λειτουργία του «Σχεδίου Μάρσαλ» στη Γερμανία. Μέτοχοί της είναι κατά 80% η Ομοσπονδιακή Γερμανία και κατά 20% τα γερμανικά κρατίδια. Αντλεί τα κεφάλαιά της κυρίως από την αγορά με χαμηλά επιτόκια, μέσω της έκδοσης ομολόγων τα οποία εγγυάται η Ομοσπονδιακή Γερμανία, ενώ έχει αποκτήσει και το δικαίωμα να δανείζεται από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1%.

Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας – κρατών Ευρωζώνης, η KfW θα δανείσει συνολικά τη χώρα μας τουλάχιστον με 22,3 δις ευρώ με επιτόκιο περί το 5%. Έτσι, μόνο από τη δανειακή σύμβαση με την Ελλάδα η KfW θα αποκομίζει τεράστια κέρδη λόγω ακριβώς της ως άνω διαφοράς επιτοκίου υπέρ της που ανέρχεται τουλάχιστον σε 4%, ενώ σε περίπτωση επιμήκυνσης του ελληνικού δανείου η διαφορά αυτή θα ανέλθει στο 5%!

Η Ελλάδα, λοιπόν, θα μπορούσε να ιδρύσει μια τράπεζα ειδικού σκοπού κατά τα πρότυπα της KfW, προκειμένου να δανείζεται φθηνά από την ΕΚΤ και να αξιοποιεί τα κεφάλαια αυτά για την αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους με χαμηλά επιτόκια, μειώνοντας έτσι τους υπέρογκους ετήσιους τόκους που καταβάλει η χώρα μας στους δανειστές της. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη της χώρας προσφέροντας φτηνά κεφάλαια στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς. Με ενδιαφέρον μάλιστα παρακολουθήσαμε τον Αλέξη Τσίπρα να διαμορφώνει μια αντίστοιχη πρόταση στη διακαναλική συνέντευξή του την Κυριακή 31/10/2010.

Το ερώτημα βεβαίως που τίθεται είναι γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει ήδη στην ίδρυση μιας ελληνικής κρατικής τράπεζας ειδικού σκοπού αλά KfW;

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Επίκαιρα” στις 4/11/10