Επιτάχυνση διαδικασίων για τις μεγάλες επενδύσεις
Μπροστά στην οικονομική κρίση, για την οποία δεν ευθύνονται οι πολίτες, αλλά ούτε και το περιβάλλον της χώρας μας, η Κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα σχέδιο νόμου με το οποίο επιταχύνονται οι διαδικασίες αδειοδότησης των μεγάλων έργων. Αυτό θα σημάνει την καταστροφή του μοναδικού πλούτου που διαθέτει η χώρα μας και είναι το φυσικό περιβάλλον. Τα καλύτερα «φιλέτα» της Ελληνικής γης θα δοθούν για επενδύσεις που είναι αμφίβολο αν θα συμβάλουν στη βελτίωση των οικονομικών της χώρας μας.
Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση και δημιουργεί εύλογο φόβο είναι το γεγονός πως η επιτάχυνση αυτή δεν βασίζεται στην επίλυση των χρόνιων προβλημάτων τα οποία δημιουργούν τις μεγάλες καθυστερήσεις αλλά στη σκόπιμη παράκαμψη της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και του κρατικού ελέγχου.
Η καθυστέρηση στην έγκριση των μεγάλων έργων δεν οφείλεται στη γραφειοκρατία ή το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά στην ασυμβατότητά τους με το περιβάλλον και τις διαθέσεις των τοπικών κοινωνιών.
Αντίστοιχο παράδειγμα προς αποφυγή είναι η νομοθεσία επιτάχυνσης των Ολυμπιακών Έργων, με τα προβλήματα που αυτή δημιούργησε στο περιβάλλον.
Είναι γνωστό, εδώ και πολλά χρόνια, πως οι καθ’ ύλην αρμόδιες κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες είναι απελπιστικά υποστελεχωμένες, πρόβλημα το οποίο αρνείται πεισματικά να λύσει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Αποτέλεσμα της χρόνιας αυτής υποστελέχωσης είναι οι λίγοι επιστήμονες που ασχολούνται με την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών μελετών να εργάζονται με εξαντλητικούς ρυθμούς αλλά παρ’ όλα αυτά οι εγκρίσεις των περιβαλλοντικών όρων να γίνονται με τρομερή καθυστέρηση – άνω του ενός χρόνου.
Με δεδομένη την μαζική αποχώρηση έμπειρων στελεχών από το δημόσιο λόγω των πρόσφατων ισοπεδωτικών οικονομικών μέτρων σε συνδυασμό με τις εξαγγελίες περί πρόσληψης ενός νέου υπαλλήλου για κάθε πέντε (ή περισσότερους σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα) που θα συνταξιοδοτούνται, είναι μαθηματικά σίγουρο ότι το περιθώριο των 3 μηνών για την αξιολόγηση της ΜΠΕ είναι αδύνατον να τηρηθεί από το υπάρχον στελεχικό δυναμικό των Υπηρεσιών και για τον πρόσθετο λόγο ότι για αυτού του μεγέθους τα έργα ο απαραίτητος χρόνος για την αξιολόγηση των μελετών είναι πολύ μεγαλύτερος.
Η πρόβλεψη λοιπόν για διαφάνεια διαδικασιών και κατά συνέπεια ο δημόσιος έλεγχος θα πάψει πλέον να υφίσταται αφού οι περιβαλλοντικές μελέτες θα “εγκρίνονται αυτόματα” ούτως ή άλλως από «ειδήμονες» οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με το επί της ουσίας αντικείμενο.
Η ελληνική νομοθεσία που αφορά στη περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι άμεσα συνυφασμένη και άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Άρα με αυτό το νομοσχέδιο παρακάμπτεται και επίσημα η Ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία καθορίζει συγκεκριμένους κανόνες με σκοπό τη τήρηση της διαφάνειας την οποία ευαγγελίζεται, λανθασμένα βεβαίως, και ο συντάκτης του νομοσχεδίου. Το ερώτημα είναι ξεκάθαρο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Πως θα τηρηθεί η διαφάνεια όταν παρακάμπτεται ο κρατικός έλεγχος; Στη περίπτωση βέβαια που αγνοηθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες υπάρχει και ο δικαστικός έλεγχος, το ΣτΕ, τα Ευρωπαϊκά δικαστήρια ΔΕΚ, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προφανώς και θα υπάρξουν προσφυγές, προφανώς και θα δικαιωθούν οι πολίτες.
Το νομοσχέδιο παρακάμπτει σκόπιμα το πρόβλημα της οργάνωσης του κράτους με την ίδρυση μίας εταιρείας η οποία θα “επισπεύδει” τις διαδικασίες. Είναι εξαιρετικά αφελές να πιστεύει κανείς πως το πρόβλημα του κρατικού μηχανισμού αντιμετωπίζεται με διαδικασίες “επίσπευσης” των “αργών” και “αδιάφορων” δημοσίων υπαλλήλων. Και όταν αυτοί που προωθούν αυτές τις αντιλήψεις είναι οι ίδιοι που επί δεκαετίες απορύθμιζαν συστηματικά τη δημόσια διοίκηση με κάθε είδους πελατειακές παρεμβάσεις, το πράγμα γίνεται εξαιρετικά υποκριτικό και επικίνδυνο.