Μπόχα… αρωματικών υδρογονανθράκων
petrelaio_rypansi_paralies.jpg
EUROKINISSI / ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
18.09.2017, 19:17 | Ετικέτες: Ελλάδα, περιβάλλον, ρύπανση, κοινωνία, πετρέλαιο, πλοία, ναυάγιο,καύσιμα, υγεία, πανεπιστήμιο, Κρήτη
Συντάκτης:
Απαγορεύεται η κολύμβηση στις ακτές της Σαλαμίνας και της νότιας Αττικής λόγω των τοξικών και καρκινογόνων αρωματικών υδρογονανθράκων. Η μοιραία αυτή κατάληξη είναι αποτέλεσμα, πέραν του ναυαγίου του μικρού, υπερήλικου δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ», και της μη άμεσης εφαρμογής του διεθνούς πρωτοκόλλου ενεργειών.
Τα παραπάνω επισημαίνει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο Αριστείδης Τσατσάκης, καθηγητής Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Ενωσης Τοξικολογικών Εταιρειών (EUROTOX) καθώς και της Ελληνικής Ομοσπονδίας Τοξικολογίας.
Για τις επιπτώσεις στον άνθρωπο ο καθηγητής Τοξικολογίας αναφέρει ότι ανεξάρτητα από το είδος του μαζούτ του πλοίου, το οποίο χρήζει αναλύσεως, 10% της οργανικής σύστασής του είναι αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οι οποίοι εξατμίζονται εύκολα λόγω των θερμοκρασιών και μπορούν να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω του δέρματος ή της εισπνοής ή από την κατανάλωση μολυσμένων ψαριών.
Εξειδικευμένη ανάλυση
O Αριστείδης Τσατσάκης, καθηγητής Τοξικολογίας |
Τονίζει, δε, ότι οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες με την ηλιακή ακτινοβολία φωτοδιασπώνται και γίνονται πιο τοξικοί και καρκινογόνοι. Οι επιπτώσεις στην υγεία από μακροχρόνια ή χρόνια έκθεση στους υδρογονάνθρακες περιλαμβάνουν τη μειωμένη ανοσολογική λειτουργία, τον καταρράκτη, τη βλάβη στα νεφρά και στο ήπαρ (π.χ. ίκτερο), προβλήματα αναπνοής, συμπτώματα που μοιάζουν με άσθμα και ανωμαλίες της λειτουργίας των πνευμόνων.
«Θα διαρκέσει πολύ η φυσική ή τεχνική διαδικασία διάχυσης και διάλυσης των ουσιών ώστε τα επίπεδα της μόλυνσης να είναι κάτω από τα επικίνδυνα και ανεκτά όρια για να αποδοθούν οι παραλίες σε χρήση», λέει ο καθηγητής, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι ναι μεν η σύσταση της μη επαφής με τη μόλυνση είναι σωστή, όμως η υπερβολή γύρω από τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία μέσω της στιγμιαίας επαφής είναι λάθος γιατί η απορρόφηση είναι μικρή.
Επιπλέον απαραίτητο είναι, τονίζει, να γίνουν εξειδικευμένες εξετάσεις που αφορούν τις πιο επικίνδυνες ουσίες που περιέχει το μαζούτ. Χρειάζεται δηλαδή ανάλυση του είδους πετρελαίου σε ρυπαντές όπως το άζωτο, το θείο και το οξυγόνο, οξέα, εστέρες, κετόνες, φαινόλες και μέταλλα όπως ο σίδηρος, το νικέλιο, ο χαλκός, το χρώμιο και το βανάδιο, για να δοθούν περαιτέρω οδηγίες προς τους ανθρώπους.
Οσον αφορά τα αντανακλαστικά της πολιτείας στη βύθιση του δεξαμενόπλοιου, ο Αριστείδης Τσατσάκης εξηγεί ότι «δεν έγινε άμεσα η εφαρμογή του διεθνούς πρωτοκόλλου ενεργειών όπως ορίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ούτε και εφαρμόστηκε ο κανονισμός για τη θαλάσσια ρύπανση σε περιοχή της Μεσογείου που αναφέρεται στη Συνθήκη της Βαρκελώνης (Συνθήκη για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου) ή τη Συνθήκη MARPOL (Διεθνής Συνθήκη για την Πρόληψη της Ρύπανσης από Πλοία) ή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσας».
Οι καιρικές συνθήκες, προσθέτει, «ευνόησαν τη ανεμπόδιστη μεταφορά της πετρελαιοκηλίδας σε τέσσερις ημέρες, με νοτιοανατολική κατεύθυνση, ρυπαίνοντας τις ακτές της Γλυφάδας, και σήμερα απειλεί την περιοχή της Βούλας σε απόσταση 8-10 μίλια από την περιοχή του ατυχήματος». Η γεωμορφολογία και η κατεύθυνση ρευμάτων της θάλασσας και του αέρα, υποστηρίζει, «ευνοούν τη ρύπανση όλων των ακτών της παραθαλάσσιας νότιας Αττικής μέχρι το Σούνιο».
Από την άλλη, το ότι είναι κοντά στις ακτές βοηθά στην εφαρμογή της έρευνας, στις μετρήσεις και στην απορρύπανση: «Χρειάζονται εκτεταμένες έρευνες για την καταγραφή των άμεσων και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από το ναυάγιο καθώς και τον περιορισμό των επιπτώσεων της πετρελαιοκηλίδας, με βάση την ισχύουσα ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία και τους κανονισμούς».
Επαρκής εμπειρία
Σύμφωνα με τον καθηγητή, 50.000 τόνοι πετρελαιοειδών διαρρέουν στη θάλασσα παγκοσμίως ετησίως και στη θαλάσσια περιοχή της Ευρώπης περίπου 20.000 τόνοι. «Επομένως υπάρχει επαρκής εμπειρία», λέει. Αναγκαία για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η δημιουργία ερευνητικού πρωτοκόλλου με κρατική δαπάνη για την παρακολούθηση με επιτόπιες μελέτες της πορείας της ρύπανσης.
«Τα συμπεράσματα και οι μετρήσεις καθοδηγούν άμεσα τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον περιορισμό της διασποράς, την πορεία της ρύπανσης των ακτών, τις επιπτώσεις στην αλιεία και τη βιοαποικοδόμηση της ρύπανσης με τεχνητά μέσα το ταχύτερο δυνατό». Κρίσιμη, τέλος, χαρακτηρίζει τη χρήση βιολογικών μεθόδων καθαρισμού και όχι χημικών λόγω της χρήσης των ακτών για κολύμβηση και αλιεία.