ΠΩΣ ΠΡΑΣΙΝΙΣΑΝ ΟΙ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΧΑΡΑ

Δέντρα που σώζουν τη δυτική Αφρική

Καινοτομία εναντίον πείνας

Του MARK HERTSGAARD*

Στον Νίγηρα, σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού απειλείται από το λιμό, ενώ στο Τσαντ το όριο του συναγερμού έχει ήδη ξεπεραστεί. Η σημερινή κατάσταση οφείλεται στο συνδυασμό της εκρηκτικής ανόδου της τιμής των τροφίμων με την ξηρασία και τη μείωση της διεθνούς βοήθειας. Ομως, ορισμένες νέες αγροτικές τεχνικές έχουν μεταμορφώσει μερικές ημιερημικές εκτάσεις σε πιο παραγωγικές γαίες. Βέβαια, πρόκειται για πειράματα περιορισμένης έκτασης, τα οποία, ωστόσο, παρακολουθούνται με προσοχή.

Οι σοδειές έχουν αυξηθεί και οι οικογένειες δεν φεύγουν απ’ τον τόπο τους χάρη στην πρωτοπόρο δενδροκομία. Βρισκόμαστε στην Μπουρκίνα Φάσο, στη Δυτική Αφρική. Ο ήλιος δύει έπειτα από μία ημέρα αποπνικτικής ζέστης. Ομως, στην αγροτική εκμετάλλευση του Γιακούμπα Σαβαντόγκο ο αέρας είναι πολύ πιο δροσερός. Με ένα μικρό τσεκούρι στον ώμο του, ο αγρότης με τα γκρίζα γένια διασχίζει το δασύλλιο και τα χωράφια του με άνεση που θυμίζει πολύ νεότερο άντρα. Αν και ο Σαβαντόγκο δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, δεν παύει να είναι ένας από τους πρωτοπόρους της αγροτικής δενδροκομίας, μιας προσέγγισης της γεωργίας που στηρίζεται στην ενσωμάτωση δέντρων στο σύστημα γεωργικής παραγωγής. Η συγκεκριμένη τεχνική, η οποία έχει επιτρέψει τη μεταμόρφωση της Δυτικής Υποσαχάριας Αφρικής (Σαχέλ) κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, αποτελεί ένα από τα πλέον υποσχόμενα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι φτωχοί πληθυσμοί μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Ντυμένος με μια σκούρα βαμβακερή κελεμπία κι έναν λευκό σκούφο, ο Σαβαντόγκο στέκεται δίπλα στις ακακίες και στις τζιτζιφιές που ρίχνουν τη σκιά τους σε ένα μικρό περιφραγμένο χώρο όπου περιφέρονται καμιά εικοσαριά φραγκόκοτες. Το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής του εκμετάλλευσης -200 στρέμματα, έκταση ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με τα τοπικά δεδομένα- ανήκει στην οικογένειά του εδώ και αρκετές γενιές. Ομως, η γη εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της μεγάλης ξηρασίας (1972-1984), ενώ την ίδια περίοδο η μείωση των ετήσιων βροχοπτώσεων κατά μέσον όρο 20% κατέστρεψε την παραγωγή τροφίμων στο Σαχέλ και μετέτρεψε μεγάλες εκτάσεις σαβάνας σε έρημο, με αποτέλεσμα να υπάρξουν εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί από το λιμό.

Ο Σαβαντόγκο διηγείται: «Οι άνθρωποι βρέθηκαν σε τόσο άθλια κατάσταση, ώστε αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν». Από την πλευρά του, ξανάρχισε να χρησιμοποιεί το «ζάι», μια τεχνική που είχαν ανακαλύψει εδώ και αιώνες οι ντόπιοι χωρικοί και η οποία συνίσταται στη διάνοιξη μικρής τρύπας κοντά στη ρίζα του φυτού, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται εκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της επιφανειακής απορροής του νερού από τις σπάνιες βροχοπτώσεις. Μάλιστα, για να κατορθώσει να συγκεντρώσει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες νερού, αύξησε τις διαστάσεις κάθε τρύπας. Ομως, η μεγαλύτερη καινοτομία του ήταν ότι πρόσθεσε στις τρύπες κοπριά κατά τη διάρκεια της ξηράς εποχής, πράγμα που οι συντοπίτες του θεωρούσαν μεγάλη σπατάλη.

ΤΡΥΠΕΣ… ΓΙΑ ΝΕΡΟ

Κι όμως, η συγκέντρωση νερού και λίπανσης μέσα σε αυτές τις τρύπες, αύξησε την απόδοση των καλλιεργειών του. Ωστόσο, δεν είχε προβλέψει το σημαντικότερο αποτέλεσμα της τεχνικής του: μέσα στα χωράφια όπου καλλιεργούσε κεχρί και σόργο άρχισαν να φυτρώνουν δέντρα, τα οποία προέρχονταν από τους σπόρους που περιείχε η κοπριά. Υστερα από μερικές καλλιεργητικές περιόδους, αποδείχθηκε ότι τα δέντρα, τα οποία τώρα φτάνουν σε ύψος κάποιων μέτρων, συνέβαλαν στην αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών, ενώ παράλληλα λίπαιναν και το έδαφος: «Από τη στιγμή που άρχισα να εφαρμόζω αυτή τη μέθοδο αποκατάστασης των υποβαθμισμένων εδαφών, η οικογένειά μου απαλλάχτηκε από τη διατροφική ανασφάλεια, ακόμα και τις δύσκολες χρονιές».

Η αγροτική δενδροκομία που επινόησε ο Σαβαντόγκο έχει ήδη επεκταθεί σε μεγάλες περιοχές όχι μονάχα της Μπουρκίνα Φάσο, αλλά και των γειτονικών χωρών, στον Νίγηρα και στο Μάλι, συμβάλλοντας στη μετατροπή εκατομμυρίων στρεμμάτων ημιερημικών εκτάσεων σε πιο παραγωγική γη. Μάλιστα, ο Κρις Ρέιτζ, ολλανδός γεωγράφος ο οποίος εργάστηκε επί τριάντα χρόνια στην περιοχή, εκτιμά ότι «χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για τη μεγαλύτερη θετική οικολογική ανατροπή στο Σαχέλ, κι ίσως σε ολόκληρη την Αφρική».

Στην τεχνική ορολογία, η μέθοδος αποκαλείται «υποβοηθούμενη φυσική αναγέννηση» (ΥΦΑ). Διάφορες επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν τα πολλαπλά θετικά αποτελέσματα της εισαγωγής δέντρων μέσα στις καλλιέργειες: προστατεύουν τα νεαρά βλαστάρια από τον άνεμο, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους. Επιπλέον, η σκιά τους προστατεύει τις καλλιέργειες από τη ζέστη. Οταν τα φύλλα τους πέφτουν, δημιουργούν ένα προστατευτικό στρώμα που διατηρεί την υγρασία του εδάφους αυξάνοντας τη γονιμότητά του, ενώ παράλληλα χρησιμεύουν και ως τροφή για τα ζώα. Μάλιστα, σε περίπτωση λιμού, οι κάτοικοι μπορούν ακόμα και να τραφούν με τα φύλλα ορισμένων δέντρων. «Στο παρελθόν, υπήρχαν φορές που οι αγρότες αναγκάζονταν να σπείρουν το χωράφι τους ακόμα και τέσσερις ή πέντε φορές, επειδή ο άνεμος παράσερνε μακριά τους σπόρους», εξηγεί ο Ρέιτζ, ο οποίος υμνεί τα πλεονεκτήματα της ΥΦΑ και προωθεί την τεχνική με ζήλο ιεραποστόλου. «Τα δέντρα δημιουργούν φραγμό ενάντια στον άνεμο και σταθεροποιούν το έδαφος, το οποίο δεν κινδυνεύει πλέον από τη διάβρωση -αρκεί να σπείρει κανείς μονάχα μία φορά».

Επίσης, το ζάι και οι διάφορες άλλες τεχνικές συλλογής του βρόχινου νερού συνέβαλαν στον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Οπως αναφέρει ο Ρέιτζ, «τη δεκαετία του 1980, σε διάφορες περιοχές της περιφέρειας, η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα κατέβαινε ένα μέτρο το χρόνο. Από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται το ζάι και οι διάφορες άλλες τεχνικές συλλογής του βρόχινου νερού, η στάθμη του ανέβηκε κατά πέντε μέτρα, παρά τη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή». Μάλιστα, σε ορισμένες ζώνες μετρήθηκε άνοδος της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα έως και δεκαεπτά μέτρων. Οι μελέτες αναφέρουν παρόμοια αποτελέσματα και στον Νίγηρα.

Οσο περνούσε ο χρόνος, ο Σαβαντόγκο άρχισε να παθιάζεται με τα δέντρα. Σήμερα, η αγροτική του εκμετάλλευση θυμίζει περισσότερο δάσος και λιγότερο καλλιέργειες. «Στην αρχή, αναμείγνυα τα δέντρα και τις καλλιέργειες. Ομως, έφτασα στο σημείο να προτιμώ τα δέντρα, επειδή προσφέρουν άλλα πλεονεκτήματα». Πράγματι, προσφέρονται για εκμετάλλευση: τα κλαδιά τους κλαδεύονται και πωλούνται κάθε χρόνο, χώρια που τα οφέλη που εξασφαλίζουν στο έδαφος διευκολύνουν το φύτρωμα κι άλλων δέντρων. «Οσο περισσότερα δέντρα έχεις, τόσο αυξάνονται τα εισοδήματά σου».

Με την επέκταση της δασικής έκτασής του, ο Σαβαντόγκο ήταν σε θέση να πουλάει καυσόξυλα, ξυλεία για έπιπλα και οικοδομική ξυλεία. Τα δέντρα παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην παραδοσιακή φαρμακευτική τέχνη, γεγονός διόλου αμελητέο σε μια περιοχή όπου τα σύγχρονα φάρμακα είναι σπάνια και πανάκριβα.

Βέβαια, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτοί οι αγρότες δεν φυτεύουν δέντρα με τον τρόπο που προέτρεπε τον πληθυσμό της Κένυας η βραβευμένη με Νόμπελ ακτιβίστρια Ουανγκάρι Μαατάι και το κίνημά της «Πράσινη Ζώνη»: κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γι’ αυτούς μια πολυδάπανη και παρακινδυνευμένη υπόθεση. Το μόνο που κάνουν είναι να περιποιούνται και να προστατεύουν τα δέντρα που φυτρώνουν από μόνα τους. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες που αφορούν τη Δυτική Υποσαχάρια Αφρική, το 80% των δέντρων που φυτεύονται από τις οργανωμένες εκστρατείες δενδροφύτευσης ξεραίνονται έπειτα από ένα ή δύο χρόνια. Αντίθετα, τα δέντρα που φυτρώνουν μόνα τους είναι ενδημικά είδη και συνεπώς ανθεκτικότερα. Εξάλλου, δεν στοιχίζουν τίποτε.

Και στο Μάλι επίσης υπάρχουν δέντρα που φυτρώνουν παντού, ανάμεσα στις καλλιέργειες. Στο πάμπτωχο χωριό Σοκούρα, οι κατοικίες κατασκευάζονται από κλαδιά που καλύπτονται με λάσπη. Δεν υπάρχει ούτε νερό ούτε ηλεκτρικό, τα παιδιά φοράνε βρόμικα και σκισμένα ρούχα, μάλιστα, η κοιλιά πολλών είναι πρησμένη εξαιτίας του υποσιτισμού. Κι όμως, σύμφωνα με τους κατοίκους, η ζωή τους βελτιώνεται, εν μέρει χάρη στα δέντρα.

ΓΕΜΑΤΕΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ

Ο Ουμάρ Γκουίντο κατέχει 60 στρέμματα, στα οποία καλλιεργεί κεχρί και σόργο. Πριν από δέκα χρόνια άρχισε να υιοθετεί τις συμβουλές της Sahel Eco, μιας αγγλομαλιανής οργάνωσης που προωθεί την αγροτική δενδροκομία. Σήμερα, η γη του είναι διάσπαρτη με δέντρα, σχεδόν ένα ανά πέντε μέτρα, και οι υδάτινοι πόροι του έχουν αυξηθεί. Επιστρέφοντας στο χωριό, μας δείχνει τις ορθογώνιες αποθήκες δημητριακών, φτιαγμένες -όπως και τα σπίτια- από ξύλινα πλαίσια καλυμμένα με λάσπη. Στο εσωτερικό τους βρίσκονται σημαντικά αποθέματα κεχριού: η διατροφική ασφάλεια έχει εξασφαλιστεί μέχρι την επόμενη σοδειά, κι ίσως και για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα. Ενας χωρικός μάς εξηγεί: «Παλιά, οι περισσότερες οικογένειες διέθεταν μονάχα μια αποθήκη. Τώρα έχουν τρεις ή τέσσερις. Κι όμως, τα χωράφια τους δεν αυξήθηκαν. Επιπλέον, τώρα έχουμε και ζώα».

Για να επιτευχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, χρειάστηκε να κάνουν και οι κυβερνήσεις σημαντικές επιλογές. Ο Σαλίφ Γκουίντο (απλή συνωνυμία με τον Ουμάρ), ένας αγρότης από άλλο χωριό του Μάλι, το Εντέ, διηγείται πώς οι χωρικοί ανασύστησαν μια παλιά οργάνωση αγροτών, την Barahogon, η οποία για γενιές ολόκληρες ενθάρρυνε τη διατήρηση και τη διαχείριση του πλούτου που αποτελούσαν τα δέντρα· όμως, οι δραστηριότητές της σταμάτησαν, όταν κηρύχθηκε παράνομο το κόψιμο των δέντρων. Πράγματι, η γαλλική αποικιακή διοίκηση διακήρυξε ότι όλα τα δέντρα αποτελούσαν ιδιοκτησία του κράτους, γεγονός που της επέτρεψε να πωλεί δικαιώματα υλοτομίας στους ξυλοκόπους.

Παρόμοιες ρυθμίσεις ίσχυσαν και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Οι χωρικοί που συλλαμβάνονταν να κλαδεύουν ή να κόβουν δέντρα τιμωρούνταν. Ετσι, ξερίζωναν αμέσως τα νεαρά βλαστάρια των δέντρων μόλις φύτρωναν, για να αποφύγουν στο μέλλον τυχόν προβλήματα με τις αρχές. Η συνέχιση αυτών των πρακτικών κατά τη διάρκεια αρκετών γενεών είχε ως αποτέλεσμα να απογυμνώνεται το έδαφος και να ξεραίνεται ολοένα περισσότερο.

Η ΚΟΠΗ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση του Μάλι ψήφισε νόμο με τον οποίο μεταβιβαζόταν στους αγρότες η ιδιοκτησία των δέντρων που βρίσκονταν στη γη τους. Η εξέλιξη οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι φοβήθηκε τον θυμό των αγροτών οι οποίοι, έξαλλοι από την κακομεταχείριση που υφίσταντο, είχαν σκοτώσει κάμποσους δασικούς υπαλλήλους. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση του νόμου μονάχα όταν η οργάνωση Sahel Eco ξεκίνησε μια ενημερωτική εκστρατεία. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να διαδίδεται με ταχύτατους ρυθμούς η ΥΦΑ. Κι όπως εξηγεί ο Τόνι Ρινόντο, αυστραλός γεωπόνος ιεραπόστολος, η πρωτοβουλία αυτή άρχισε να διαδίδεται στον Νίγηρα μονάχα όταν οι αρχές ανέστειλαν την ισχύ των νομοθετικών διατάξεων που απαγόρευαν την κοπή των δέντρων -για να φυτέψουν δέντρα οι αγρότες, πρέπει να έχουν και το δικαίωμα να τα κόβουν…

Σε ολόκληρη τη Δυτική Υποσαχάρια Αφρική παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο: η ΥΦΑ διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, από αγρότη σε αγρότη κι από χωριό σε χωριό, στο βαθμό που οι άνθρωποι διαπίστωναν με τα ίδια τους τα μάτια τα θετικά της αποτελέσματα. Στο εξής, χάρη στην αγροτική δενδροκομία, είναι δυνατόν να διακρίνουμε στις δορυφορικές φωτογραφίες του Αμερικανικού Γεωλογικού Ινστιτούτου (US Geological Survey) τη μεθόριο ανάμεσα στον Νίγηρα και στη Νιγηρία. Στην πλευρά του Νίγηρα βλέπουμε άφθονη φυτοκάλυψη του εδάφους. Αντιθέτως, στη Νιγηρία το έδαφος είναι σχεδόν γυμνό, καθώς απέτυχαν με θεαματικό τρόπο τα ευρύτατα προγράμματα φύτευσης δέντρων.

Ακόμα και υπέρμαχοι της ΥΦΑ, όπως ο Ρέιτζ κι ο Ρινόντο, όταν το 2008 είδαν τις δορυφορικές αυτές λήψεις έμειναν άναυδοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι -μονάχα στον Νίγηρα- οι αγρότες είχαν φυτέψει 200 εκατομμύρια δέντρα και είχαν βελτιώσει την ποιότητα περίπου 3.125 τετραγωνικών χιλιομέτρων υποβαθμισμένης γης.

Απ’ ό,τι αφήνουν να διαφανεί τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα, οι περιοχές του νότιου τμήματος της χώρας όπου εφαρμόζεται η αγροτική δενδροκομία, είναι εκείνες που αποδεικνύονται ανθεκτικότερες στη σημερινή ξηρασία. Ο Ρέιτζ εξηγεί ότι, επιπλέον, τα δέντρα αποτελούν ένα οικονομικό όπλο το οποίο επιτρέπει την αντιμετώπιση των συνεπειών της ξηρασίας: κατά τη διάρκεια της ξηρασίας του 2005, οι χωρικοί έκοψαν δέντρα, πούλησαν την ξυλεία και με τα χρήματα που εισέπραξαν αγόρασαν δημητριακά.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΟΠΛΟ

Η ΥΦΑ στηρίζεται σε γνώσεις που διατίθενται δωρεάν και δεν προϋποθέτει καμία εξάρτηση από την ξένη βοήθεια. Συνεπώς, συμπεραίνει ο Ρέιτζ, είναι πολύ διαφορετική από το αναπτυξιακό μοντέλο των «χωριών της χιλιετίας» που προωθεί ο Τζέφρι Σακς, ο διευθυντής του Ινστιτούτου της Γης του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο οποίος διαθέτει μεγάλη διεθνή επιρροή. Το πρόγραμμα παρέχει στα χωριά αυτό που θεωρεί ως ένα ολοκληρωμένο πακέτο υπηρεσιών που απαιτούνται για την ανάπτυξη: σύγχρονους σπόρους και λιπάσματα, γεωτρήσεις για πρόσβαση σε πόσιμο νερό, κλινικές. Ο Ρέιτζ υποστηρίζει ότι, «όσο ελκυστικό κι αν φαίνεται αυτό το όραμα για την εξάλειψη της πείνας στην Αφρική, έχει ένα πρόβλημα: δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πράγματι, το πρόγραμμα των “Χωριών της Χιλιετίας” απαιτεί την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε κάθε χωριό, καθώς και την παροχή διεθνούς βοήθειας για αρκετά χρόνια.

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη λύση. Κι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η διεθνής κοινότητα θα προσφέρει τα δισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για τη δημιουργία δεκάδων “Χωριών της Χιλιετίας” στην Αφρική». Οντως, μετά την οικονομική κρίση του 2008, η ξένη βοήθεια στέρεψε.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να διαδραματίσει κάποιον ρόλο: μπορεί να χρηματοδοτήσει -και μάλιστα με πολύ χαμηλό κόστος- τη διάδοση της πληροφόρησης η οποία επέτρεψε στην ΥΦΑ να κερδίσει με τόσο μεγάλη αποτελεσματικότητα τη Δυτική Υποσαχάρια Αφρική. Οσο κι αν οι αγρότες ήταν εκείνοι που πρώτοι αφιερώθηκαν στον αγώνα για την προβολή των πλεονεκτημάτων της, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έλαβαν αποφασιστικής σημασίας βοήθεια από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως η Sahel Eco κι από μια χούφτα ακτιβιστές όπως ο Ρέιτζ κι ο Ρινόντο. Οπως δηλώνει ο Ρέιτζ, ο οποίος μίλησε γι’ αυτήν την ιδέα στον πρόεδρο της Αιθιοπίας, όλοι αυτοί ελπίζουν ότι θα διαδώσουν την ΥΦΑ και σε άλλες αφρικανικές χώρες, μέσα από «πρωτοβουλίες για να ξαναπρασινίσει η Αφρική».

Ομως, πρέπει ταυτόχρονα να ληφθούν και μέτρα για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η οποία μετατρέπει την Υποσαχάρια Αφρική σε αφιλόξενο τόπο. Κι αυτό, γιατί κάθε μορφή προσαρμογής σε μια αλλαγή έχει και τα όριά της: εάν δεν μειωθούν οι ποσότητες αερίων που εκλύονται στην ατμόσφαιρα και συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, η άνοδος της θερμοκρασίας θα εξουδετερώσει τελικά ακόμα και τις πλέον φιλόδοξες τακτικές.

*Δημοσιογράφος, «The Nation», Νέα Υόρκη.

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010