ΣΧΟΛΙΑ της ΕΛΕΤΑΕΝ στην

ΕΚΘΕΣΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ 2009

του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής.

ü      Εύχεται, αλλά δεν πείθει ότι επιθυμεί την επίτευξη του δεσμευτικού ελάχιστου στόχου ανάπτυξης των ΑΠΕ

ü      Παραπέμπει για μετά το 2020 την αύξηση των στερεών καυσίμων, την οποία επιθυμεί

ü      Εγκαταλείπει ακούσια και με βαριά καρδιά την πυρηνική ενέργεια

ü      Δεν περιέχει το όραμα για ένα καθαρό ενεργειακό μέλλον και τον τρόπο συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτό, με την αξιοποίηση του ανανεώσιμου ενεργειακού πλούτου της χώρας.

 

Η έκθεση για τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής και κυρίως ο βαθμός ανάλυσης και τεκμηρίωσής της, θέτει και πάλι το γενικό ερώτημα κατά πόσο τέτοιες εκθέσεις έχουν οποιοδήποτε χρηστικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο των απελευθερωμένων αγορών, όταν δεν συνοδεύονται από προτάσεις συγκεκριμένων και πρακτικών πολιτικών μέτρων για την προσπάθεια υλοποίησης του όποιου σχεδιασμού περιέχουν. Δυστυχώς τέτοια μέτρα λείπουν από την έκθεση του ΣΕΕΣ και δυστυχώς λείπει οποιαδήποτε προσπάθεια παρουσίασης ενός συγκεκριμένου σχεδίου δράσης με χρονοδιάγραμμα, κοστολόγηση και εκτίμηση των αποτελεσμάτων του.

Επομένως οποιαδήποτε κριτική ανάγνωση της έκθεσης του ΣΕΕΣ περιορίζεται μοιραία στη – μάλλον πολιτική- αξιολόγηση των γενικών αρχών από τις οποίες ξεκινά και στην αποδοχή ή απόρριψη των γενικών κατευθύνσεων στις οποίες καταλήγει, χωρίς να υπάρχει επαρκής βάση για ουσιαστική επιστημονική συζήτηση. Κάθε έκθεση του ΣΕΕΣ παραμένει απλώς άλλη μια έκθεση ανάμεσα στις πολλές.

 

Στο γενικό αυτό επίπεδο ανάγνωσης και κριτικής, η ΕΛΕΤΑΕΝ εκφράζει τον προβληματισμό της για τρία βασικά σημεία που αποτελούν κρίσιμες υποθέσεις στην έκθεση του ΣΕΕΣ:

1.                  Την μη τεκμηριωμένη άποψη ότι δεν είναι πιθανή η τεχνολογική και οικονομική εξέλιξη των μεθόδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε αντίθεση με την τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα CCS, η οποία αν και αποτελεί ερευνητικό εγχείρημα (σελ. 22), θεωρείται ότι «θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή της πολιτικής βούλησης και της κοινωνικής αποδοχής του εισαγόμενου λιθάνθρακα στην περίοδο 2020-2030» (σελ. 36). Η έκθεση αγνοεί ότι υπάρχουν ήδη τεχνολογίες, με πρώτη προφανή και άμεση λύση τα υδροηλεκτρικά και την αντλησιοταμίευση, που προσφέρονται για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και δεν περιέχει καμία αναφορά ή έστω ευχή για άλλες τεχνολογικές εξελίξεις ούτε για τον ορίζοντα προοπτικής (2030) ούτε για τον ορίζοντα οράματος (2050). Περαιτέρω η έκθεση αντιφάσκει αφού θεωρεί -και ορθά – τη σημαντική διείσδυση της ηλεκτροκίνησης στα ΙΧ ως αναγκαία για να επιτευχθεί η ανατροπή στο χώρο των μεταφορών (σελ. 50), αλλά αγνοεί τις συνέπειες που θα έχει αυτό στη διείσδυση των ΑΠΕ, αφού πρόκειται ουσιαστικά για μια εναλλακτική αποθήκευσης ενέργειας.

Όταν λοιπόν η έκθεση ξεκινά έχοντας αφαιρέσει a priori τις τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, οποιαδήποτε συζήτηση για μια ουσιαστική πράσινη ενεργειακή επανάσταση μέχρι το 2050 είναι καταδικασμένη σε αδιέξοδο. Από την άποψη αυτή, η έκθεση του ΣΕΕΣ υπονομεύει από την πρώτη σελίδα και χωρίς τεκμηρίωση την προοπτική ενός καθαρού ενεργειακού οράματος, το οποίο και αποτελειώνει οριστικά επιλέγοντας να επενδύσει στην τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα μέσω της οποίας επαναφέρει τον λιθάνθρακα στο ενεργειακό μίγμα μετά το 2020.

2.                  Την ολοφάνερη απογοήτευση των συντακτών της έκθεσης που αναγκαζόμενοι να συμμορφωθούν προς το «κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα», δεν αναφέρονται στην προοπτική χρησιμοποίησης της πυρηνικής ενέργειας. Για τον ίδιο λόγο επίσης, αναγκάζονται να μεταθέσουν την προοπτική της αύξησης των στερεών καυσίμων μετά το 2020 προσδοκώντας -όπως αναφέρθηκε – στην εξέλιξη της τεχνολογίας CCS, δεδομένων και των γενναίων επιδοτήσεών της (σελ. 22-23).

Δυστυχώς, τέτοιες θέσεις θέτουν άμεσα θέμα αξιοπιστίας της έκθεσης η οποία αυτοακυρώνεται αφού οι ίδιοι οι συντάκτες της δηλώνουν ότι αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν, μερικά έστω, από τα πορίσματά της παρόλο που δεν τα πιστεύουν επιστημονικά και πολιτικά. Όμως, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας απαιτεί υπεύθυνες θέσεις και όχι μεμψιμοιρίες. Οι δημόσιοι άνδρες αν διαφωνούν ριζικά με σημαντικές επιλογές της Πολιτείας, αναλαμβάνουν την ευθύνη της διαφωνίας τους με κατάλληλες πράξεις.

3.                  Την εκτίμηση της ζήτησης ενέργειας η οποία είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο μέγεθος για την διαμόρφωση των σεναρίων εξέλιξης. Είναι γεγονός ότι, ειδικά στον ηλεκτρισμό, η πρόβλεψη της ζήτησης «χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα των πολυσύνθετων παραγόντων που τη διαμορφώνουν, ιδιαίτερα σε μια εποχή οικονομικής αστάθειας όπως αυτή που διανύουμε» (σελ. 31). Όμως η αναθεώρηση της πρόβλεψης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για το 2020 από τις 87,9 TWh της έκθεσης του 2008, σε 74,1 TWh στην έκθεση του 2009, δηλαδή μειωμένη κατά 16% είναι εντυπωσιακή αλλά και παρακινδυνευμένη. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω ραγδαία μείωση της πρόβλεψης για το 2020 αναφέρεται στα σενάρια αναφοράς 2008 και 2009 και δεν οφείλεται σε πιο αποτελεσματική εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας – γεγονός που θα την καθιστούσε ευκταία και επιστημονικά ελέγξιμη – αλλά σε ενσωμάτωση της βραχυπρόθεσμης τάσης 2008-2009 για μείωση της ζήτησης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2010 – 2020.

Ως προς αλλά εξίσου σημαντικά σημεία, της έκθεσης επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

 

1.                  Παρ’ όλο που το ΣΕΕΣ αποδέχεται τους δεσμευτικούς στόχους της νέας κοινοτικής οδηγίας για τις ΑΠΕ, είναι αποθαρρυντικό ότι δεν κατορθώνει να εισαγάγει ένα οραματικό πολιτικό πλαίσιο για τη σκιαγράφηση έστω των προϋποθέσεων για την επίτευξη υψηλότερων στόχων. Αντίθετα, η έκθεση παραμένει προσκολλημένη σε ποσοτικούς στόχους τους οποίους θεωρεί a priori ως ανώτατους, είτε λόγω της ανάγκης σημαντικών επενδύσεων σε δίκτυα (σελ. 41), είτε λόγω του ατεκμηρίωτου φόβου για μη βέλτιστη λειτουργία των θερμικών μονάδων (σελ. 41), είτε λόγω της εκτίμησης ότι αυτοί βρίσκονται στα «ανώτατα όρια που υπαγορεύονται από την εξασφάλιση ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος» (σελ. 4). Οι στόχοι αυτοί (6.300 MW αιολικών πάρκων, 200 MW ΜΥΗΕ, 800 MW φωτοβολταϊκών, 200 MW βιοαερίου, 200 MW συμπαραγωγή από βιομάζα, 120 MW γεωθερμία) δεν επαρκούν για την επίτευξη του δεσμευτικού στόχου 18% της Οδηγίας 2009/28 όπως παραδέχεται εμμέσως η ίδια η έκθεση (σελ. 38). Ασχέτως όμως αυτού, ένας ουσιαστικός ενεργειακός σχεδιασμός θα όφειλε να εξετάσει και να τεκμηριώσει τα τεχνικά, πολιτικά και οικονομικά μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη τουλάχιστον των πραγματικών ελάχιστων ποσοτικών στόχων ΑΠΕ. Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη μελέτη της ΕΛΕΤΑΕΝ οι στόχοι αυτοί για το 2020 περιλαμβάνουν την εγκατάσταση 9.040 – 11.300 MW αιολικών πάρκων, 900 MW φωτοβολταϊκών, 300 MW ηλιοθερμικών κ.λ.π. τα δε μέτρα για την επίτευξή τους περιλαμβάνουν ενδεικτικά, πέραν των διασυνδέσεων και της αποθήκευσης, την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου της ηλεκτρικής αγοράς και την προσεκτική επιλογή του υπόλοιπου συμβατικού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής ώστε να μπορεί να υποστηρίξει την μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ χωρίς αντιοικονομική λειτουργία των μονάδων, γεγονός που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του ενεργειακού σχεδιασμού και η έκθεση του ΣΕΕΣ δεν λαμβάνει υπόψη της.

2.                  Είναι πράγματι αξιόλογη η ανάλυση για την εθνική στρατηγική για τη Βελτίωση της Ενεργειακής Αποδοτικότητας (ΒΕΑ) στις τελικές χρήσεις ενέργειας (σελ. 25-29). Η ανάλυση αυτή μπορεί να αποτελέσει την εισαγωγική βάση για την διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής που ακόμα απουσιάζει παρά τις σημαντικές προσπάθειες. Ιδιαίτερα υποστηρίζουμε την πρόταση ότι για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής ΒΕΑ απαιτείται η δημιουργία ενός σύγχρονου, δυναμικού, ευέλικτου και αποτελεσματικού φορέα στα πρότυπα επιτυχημένων ευρωπαϊκών κρατικών φορέων από το DEA στη Δανία και το DECC στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτός ο φορέας θα μπορούσε να χτιστεί με βάση τη υφιστάμενη δομή του ΚΑΠΕ με ανάθεση σε αυτό διευρυμένων αρμοδιοτήτων και πόρων (σελ. 27).

3.                  Η πρόταση για συνολική αξιολόγηση όλων των ήδη κατατεθειμένων αιτήσεων για ΑΠΕ ανατρέπει τη θεσμοθετημένη διαδικασία, με βάση την οποία έχουν σχεδιαστεί και κατατεθεί οι αιτήσεις και επομένως θέτει θέμα ανατροπής του κλίματος ισοτιμίας και ασφάλειας των επενδύσεων. Συγκεκριμένα, είναι τουλάχιστον άδικο -αν όχι αντισυνταγματικό- μια αίτηση η αξιολόγηση της οποίας  ανέμενε π.χ. επί διετία και επίκειται να γίνει εντός μηνός, να αξιολογηθεί συγκριτικά με μια αίτηση που υποβλήθηκε μόλις χθες.

Η παράλληλη πρόταση για περιορισμό του χρόνου ισχύος των αδειών παραγωγής και εγκατάστασης στερείται βάσης συζήτησης. Υπενθυμίζεται ότι:

(α) οι ΑΠΕ υποχρεούνται σε προπεριβαλλοντική αδειοδότηση πριν τη χορήγηση της άδειας παραγωγής κάτι που δεν ισχύει για τους θερμικούς σταθμούς,

(β) για τις ΑΠΕ προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό όριο εντός του οποίου οφείλουν να έχουν λάβουν άδεια εγκατάστασης, κάτι που επίσης δεν ισχύει για τους θερμικούς σταθμούς,

(γ) για τις ΑΠΕ προβλέπεται ιδιαίτερη διαδικασία ανακλήσεων (ν.3468/2006) την οποία η ΡΑΕ έχει θέσει σε διαβούλευση, κάτι που επίσης δεν ισχύει για τους θερμικούς σταθμούς και

(δ) μέχρι το τέλος του 2005 είχαν ανακληθεί συνολικά άδειες ΑΠΕ ισχύος 500 MW κάτι που ποτέ δεν έχει γίνει για θερμικούς σταθμούς.

Ήδη λοιπόν το πλαίσιο είναι αυστηρό και αν κάποιος θέλει να αναζητήσει ευθύνες στην καθυστέρηση υλοποίησης των αδειών, μπορούμε να του υποδείξουμε πού να ψάξει. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε ότι για την τροποποίηση μιας άδειας εγκατάστασης αιολικού  πάρκου από ανεμογεννήτριες 1,65MW σε 1,8MW (9% σε μη κορεσμένο δίκτυο) απαιτείται ένα έτος και πλέον. Εν τω μεταξύ η άδεια καταγράφεται στη στατιστική των αδειών εγκατάστασης που δεν υλοποιούνται!

4.                  Είναι λανθασμένη και ατεκμηρίωτη η δήλωση-θέση της έκθεσης ότι η μέχρι σήμερα συνεισφορά των τεχνολογιών ΑΠΕ σε θέσεις εργασίας αφορά κυρίως τον τομέα εγκατάστασης και λειτουργίας και δεν παρουσιάζει αξιόλογους ρυθμούς (σελ. 43). Το ΣΕΕΣ δε θα πρέπει να λειτουργεί με εντυπώσεις, όσο διαδεδομένες και αν είναι, αλλά να στηρίζεται μόνο σε επιστημονικά τεκμηριωμένα δεδομένα και στατιστικές. Με βάση μελέτη του Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ και τα πραγματικά ιστορικά απολογιστικά στοιχεία απασχόλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των εταιρειών που λειτουργούν αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, δημιουργείται μία μόνιμη θέση εργασίας στη χώρα για κάθε MW αιολικής ενέργειας που ήδη λειτουργεί. Στο νούμερο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι θέσεις εργασίας κατά την κατασκευή, οι έμμεσες θέσεις εργασίας από παρελκόμενες δραστηριότητες, ούτε οι πολλές θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί ήδη από τις λοιπές ΑΠΕ και ιδιαίτερα την ηλιακή ενέργεια. Εκθέσεις επί του θέματος έχει δημοσιοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο και οι κορυφαίες περιβαλλοντικές οργανώσεις Greenpeace και WWF και θα συνιστούσαμε στα μέλη του ΣΕΕΣ να τις μελετήσουν. Ας πάψει επιτέλους ο μύθος για τη (μη) σχέση ΑΠΕ και απασχόλησης.

 

Τέλος στις σημαντικές ελλείψεις της έκθεσης καταγράφονται:

1.                  Η παντελής έλλειψη αναφοράς στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα στα ακόλουθα:

(α) στην ύπαρξη μιας χονδρεμπορικής αγοράς, η τιμή της οποίας δεν αντανακλά το πλήρες κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στη χώρα,

(β) στην μη ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους ενέργειας στις τιμές των καυσίμων,

(γ) στην παντελώς ανεξάρτητη λειτουργία των αγορών χονδρεμπορικής και λιανικής όπως και την μη ορθολογική δομή των ρυθμιζόμενων τιμολογίων, γεγονός που δημιουργεί στρεβλώσεις και θέτει σε αμφιβολία την ορθολογική και οικονομική λειτουργία της ΔΕΗ,

(δ) στην απουσία – 4 χρόνια μετά την ψήφιση του ν.3426/2005 – διαχωρισμένων τιμολογίων λιανικής που θα ενημερώνουν αναλυτικά για τα επιμέρους μονοπωλιακά και ανταγωνιστικά κόστη και για το μίγμα καυσίμων.

Γενικά, ο μακροχρόνιος σχεδιασμός δεν μπορεί να αγνοεί τις ελλείψεις του πλαισίου εντός του οποίου αναπτύσσεται.

2.                  Η απουσία Σχεδίου Δράσης ή τουλάχιστον της περιγραφής των αναγκαίων μέτρων και παρεμβάσεων ειδικά όσον αφορά την επίτευξη του στόχου ΑΠΕ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι δεν γίνεται αναφορά στην ανάγκη ενίσχυσης των τεχνικών υποδομών και κυρίως στον τρόπο που αυτή μπορεί να καλυφθεί, περιλαμβανομένου και μη τεχνικών παρεμβάσεων όπως είναι η ενίσχυση του ΔΕΣΜΗΕ σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, η ριζική απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης των σχετικών επενδύσεων, η ισότιμη πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο κλπ.

3.                  Η απουσία Οράματος για την επίτευξη της μεγάλης διείσδυσης ΑΠΕ. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην μεγαλύτερη πλουτοπαραγωγική ενεργειακή πηγή της χώρας που είναι το Αιγαίο. Το αιολικό δυναμικό του Αιγαίου μπορεί να αξιοποιηθεί στον ορίζοντα μετά το 2020 μέσω υποδομών που πρέπει να σχεδιαστούν κατάλληλα από τώρα ώστε να μπορούν να υποδεχτούν το υπεράκτιο αιολικό δυναμικό όταν η τεχνολογία των θεμελιώσεων σε μεγάλα βάθη ή των επιπλεουσών ανεμογεννητριών το επιτρέψει.

4.                  Η απουσία έστω και αναφοράς στον Ενεργειακό Μεσογειακό Δακτύλιο, μέρος του οποίου αποτελεί  το επενδυτικό σχέδιο «DESERTEC». Η έκθεση θα έπρεπε να είχε εξετάσει την ενεργή συμμετοχή της χώρας μας στο Μεσογειακό Δακτύλιο, την ενδεχόμενη συμμετοχή της στο DESERTEC και τις προϋποθέσεις για να συμβούν αυτά. Ο Μεσογειακός Δακτύλιος και το DESERTEC ειδικότερα, θα μεταβάλλει στο σύνολο τον ενεργειακό σχεδιασμό, αφού μετατρέπει το Αιγαίο σε ενεργειακό κόμβο ανάμεσα σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, και μπορεί να συμβάλει ώστε η Ελλάδα να γίνει  εξαγωγέας πράσινης ενέργειας. Γι αυτό και η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε αυτό το σχέδιο που θα μπορούσε να καθορίσει το μέλλον της χώρας, προκαλεί εντύπωση.