ΠΡΟΣ

1)      Νομάρχη Μαγνησίας, Διοικητήριο, ΤΚ. 38001, Βόλος,

2)      Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Αμαλιάδος 17, Αθήνα

3)      Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, Μπουμπουλίνας 20-22, 106 82 Αθήνα

4) Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, Σωκράτους 111- Λάρισα, Τ.Κ. 413 36

 

ΑΙΤΗΣΗ

1)     ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ “ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ», οδός Λευκάδος 46, Βόλος, ΤΚ 38500,

2)     Σπύρου Ζιώγα, Πινακάτες Μαγνησίας,

3)     Αντώνη Μανιτάκη, Αλ. Μιχαηλίδη 27, 54640 Θεσσαλονίκη,

4)     Μένης Γναρδέλη, Μηλιές Μαγνησίας,

5)     Ρούσσου Κυρανού, Ζαγορά Μαγνησίας,

6)     Δέσποινας Βαφείδου, Πινακάτες Μαγνησίας,

7)     Χαράλαμπου Βερέμη, 28ης Οκτωβρίου 33, 37300-Αγριά Μαγνησίας,

8)     Janine Mavridis, 37 rue Gay Lussac, 75005, Paris, France,

9)     Ιωάννη Ξυνόπουλου, Αθανασίου Διάκου 156, 38333 Βόλος,

10)      Σπύρου Βίτσου, Άφησσος Μαγνησίας,

11)      Ιόλης Βιγγοπούλου, Π. Ιωακείμ 24, Νέα Σμύρνη 17123,

12)      Νίκου Μαστρογιάννη, Άνω Λεχώνια Μαγνησίας

13)      Δημήτρη Δημητριάδη, 28ης Οκτωβρίου 11, 37300-Αγριά Μαγνησίας,

14)      Βλάσιου Γκέρτσου, Λόφος Επισκοπής αρ. 99, Άνω Βόλος, 38500-Βόλος Μαγνησίας,

 

ΓΙΑ

Την επαναοριοθέτηση, με Προεδρικό Διάταγμα, των οικισμών του Πηλίου.

 

Στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής για την προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, τμήμα του οποίου είναι οι παραδοσιακές περιοχές και στοιχεία (άρθ. 24 παρ.1 και 6 του Συντάγματος), το φυσικό και το οικιστικό περιβάλλον του Πηλίου έχει υπαχθεί σε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας.

Ειδικότερα, με την απόφαση Φ31/24512/1858/3.5.1976 του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 652), που εκδόθηκε βάσει του ν. 1469/1950 (Α΄ 169), το όρος Πήλιο, μαζί με τους οικισμούς του, χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους «δια την ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν του, την αφάνταστον ποικιλίαν χρωματικών εναλλαγών και τον έξοχον συνδυασμόν πυκνής βλαστήσεως και θέας προς την θάλασσαν» (παράγρ. 1), οι δε οικισμοί του Πηλίου χαρακτηρίσθηκαν ως «τόπ(οι) χρήζοντ(ες) ειδικής κρατικής προστασίας, καθ’ ότι διατηρηθέντες αναλλοίωτοι από της εποχής της Τουρκοκρατίας, με τον μεγάλον αριθμόν αρχοντικών και παραδοσιακών οικιών, γραφικωτάτων πλατειών και δρομίσκων, συνθέτουν μοναδικήν εικόνα, ενθυμίζουν δε το πλούσιον εις ιστορίαν παρελθόν» (παράγρ. 2). Το προστατευτικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε με το άρθρο 31 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), σύμφωνα με την παράγρ. 9 του οποίου ό,τι έχει κηρυχθεί και προστατεύεται ως «τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» πρέπει να ενταχθεί με προεδρικό διάταγμα στις κατηγορίες του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. αυτού [περιοχές απόλυτης προστασίας ή προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενοι σχηματισμοί, τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης], σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, προδήλως εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση του ν. 1650/86.  Σύμφωνα δε με την παράγρ. 10 του ίδιου άρθρου 31, μέχρι την έκδοση του σχετικού διατάγματος και των οικείων κανονισμών λειτουργίας και διαχείρισης, τα αντικείμενα προστασίας της προηγούμενης παραγράφου εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του ν. 1469/1950.

Εξ άλλου, με τα π.δ/τα της 10.3/1.4.1977 (Δ΄ 94), της 19.10/13.11.1978 (Δ΄ 594) και της 11.6/4.7.1980 (Δ΄ 374), τα οποία εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 79 παράγρ. 6 του ΓΟΚ 1973 [ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124), ήδη άρθρο 4 του ΓΟΚ 1985, ν. 1577/1985 (Α΄ 210)], χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί και υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς όρων δομήσεως οι περισσότεροι οικισμοί του Πηλίου.

Περαιτέρω, με την απόφαση 2006/613/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19.7.2006 (ΕΕ L 259/21.9.2006), το Πήλιο και η παράκτια θαλάσσια ζώνη εντάχθηκε στο Ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000, με κωδικό αριθμό GR1430001, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (ΕΕ L 206), η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την κ.υ.α. 33318/3028/28.12.1998 (Β΄ 1289)].

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 73 παράγρ. 10 του ν. 3028/2002 «για την προστασία των αρχαιοτήτων … κλπ.» (Α΄ 153), «πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας, προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου».

Παρά το αυστηρό αυτό καθεστώς προστασίας, κοινή είναι η διαπίστωση ότι τα τελευταία χρόνια λαμβάνει χώρα μια ραγδαία υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος του Πηλίου, η οποία οδηγεί στην καταστροφή της φυσιογνωμίας του.  Ένα από τα βασικότερα αίτια της καταστάσεως αυτής είναι η εξάπλωση των οικισμών, η οποία αφ’ ενός μεν κατατρώγει τα δάση και την γεωργική γη, αφ’ ετέρου δε αλλοιώνει τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, ο οποίος αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του Πηλίου.

 

Στις επανειλημμένες διαμαρτυρίες μας για το φαινόμενο αυτό, λαμβάναμε επί σειρά ετών την στερεότυπη απάντηση ότι η οριοθέτηση των οικισμών του Πηλίου έχει γίνει με νομαρχιακές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του Π. Δ/τος 24/4-3/5/1985 (ΦΕΚ 181 Δ’) και είναι νόμιμες.  Όπως όμως εκτέθηκε και στο πρόσφατο Πανελλήνιο Συνέδριο «Προτάσεις για την προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος του Πηλίου», που οργανώθηκε στις 26-27 Ιουνίου 2009, αυτό δεν είναι ακριβές.  Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί με πάγια νομολογία ότι προκειμένου περί οικισμών που ευρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών, όπως ολόκληρη η χερσόνησος του Πηλίου, ή οικισμών παραδοσιακών, παραθαλάσσιων και εν γένει ευρισκομένων πλησίον ευπαθών οικοσυστημάτων, η οριοθέτησή τους δεν επιτρέπεται να γίνεται με αποφάσεις του Νομάρχη, αλλά απαιτείται προς τούτο η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Και τούτο διότι η προστασία των οικισμών αυτών, εν όψει της μεγάλης σημασίας τους για το φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της χώρας, δεν αποτελεί τοπική υπόθεση, αλλά θέμα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, το οποίο αφορά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και η ρύθμισή του ανήκει στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλ. ΣΕ 3661/2005 Ολομ., κ.ά.).

Μεταξύ των ανωτέρω αποφάσεων του ΣτΕ επισημαίνουμε ιδίως τις:

–          ΣΕ 1712/1998 (ακύρωση οριοθέτησης παραδοσιακού οικισμού Κ. Γατζέας Πηλίου, διότι έγινε με νομαρχιακή απόφαση αντί με Π.Δ.),

–          ΣΕ 3955/1995 (ακύρωση οικοδομικής άδειας επειδή ερείδεται σε ανίσχυρη, ως εκδοθείσα παρά του αναρμοδίου προς τούτο Νομάρχη, απόφαση περί καθορισμού των ορίων οικισμού εντός βιοτόπου),

–          ΣΕ 3241/05 (ακύρωση πολεοδομικής ρυθμίσεως σε παραδοσιακό οικισμό, διότι έγινε αναρμοδίως από τον Γ.Γ.Π., αντί με Π.Δ. – αυτεπάγγελτη εξέταση του λόγου),

–          ΣΕ 2072/97 7μ. (ανίσχυρη νομαρχιακή απόφαση ανακαθορισμού ορίων παραδοσιακού προ του 1923 οικισμού Μπατσίου Άνδρου, διότι απητείτο Π.Δ.) κ.λπ.

 

Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι υπάρχει άμεση και επιτακτική ανάγκη ανακλήσεως των παρανόμων νομαρχιακών αποφάσεων περί οριοθέτησης των οικισμών του Πηλίου και επανακαθορισμού των ορίων εκάστου εξ αυτών από το αρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο, δηλ. τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την έκδοση σχετικού Π. Δ/τος (βλ. ΣτΕ 3661/2005 Ολομέλεια).

 

Η εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση της Πολιτείας να συμμορφωθεί προς την εκ του Συντάγματος υποχρέωσή της, όχι μόνο οδήγησε στη σημερινή απαράδεκτη εικόνα των οικισμών του Πηλίου, αλλά εγκυμονεί ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους για το μέλλον.  Και τούτο διότι οι παράνομες αυτές νομαρχιακές αποφάσεις λαμβάνονται σήμερα, κακώς, ως έρεισμα για την έκδοση πάσης φύσεως διοικητικών πράξεων, από οικοδομικές άδειες για την ανέγερση των γνωστών οικιστικών συγκροτημάτων (μαιζονετών), τα οποία, ως ευρισκόμενα δήθεν εντός ορίων οικισμών, πλήττουν βάναυσα τη φυσιογνωμία του Πηλίου, μέχρι ΣΧΟΟΑΠ και άλλα εργαλεία πολεοδομικού σχεδιασμού για την ευρύτερη περιοχή του Πηλίου (χωροταξικά σχέδια κ.λπ.).  Όλες, όμως, αυτές οι διοικητικές πράξεις πάσχουν ακυρότητα και, εφ’ όσον προσβληθούν, είναι βέβαιο ότι θα ακυρωθούν από το ΣτΕ, για το λόγο ότι ερείδονται επί των ως άνω παρανόμων νομαρχιακών αποφάσεων, οι οποίες, εν όψει του κανονιστικού τους χαρακτήρα, ελέγχονται εσαεί παρεμπιπτόντως από το ΣτΕ (βλ. Πρακτ. Επεξεργ. ΣτΕ [στο εξής: ΠΕ] 200/2007, σκέψη 12, ).

 

Το Κράτος, μολονότι γνωρίζει ήδη από τη δεκαετία του 1990 τη σχετική υποχρέωσή του, αντί να συμμορφωθεί προς αυτή, αδρανεί και σπαταλά πακτωλούς δημοσίου χρήματος για την κατάρτιση πολεοδομικών μελετών, ΣΧΟΟΑΠ κ.λπ. τα οποία ευρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα, ενώ ταυτόχρονα παρασύρει τους ιδιώτες σε επενδυτικές δραστηριότητες που κινδυνεύουν να ματαιωθούν, δημιουργώντας έτσι πολλαπλές ευθύνες για τα αρμόδια όργανά του.  Για τους ανωτέρω λόγους, με την παρούσα αίτησή μας ζητούμε:

Α Την ανάκληση ΟΛΩΝ των νομαρχιακών αποφάσεων με τις οποίες οριοθετήθηκαν οικισμοί του Πηλίου, όπως αυτές παρατίθενται, ενδεικτικά, στον συνημμένο στην παρούσα αίτηση ΠΙΝΑΚΑ,

 

Β.  Τον επανακαθορισμό των ορίων των οικισμών του Πηλίου με την νόμιμη διαδικασία, δηλαδή με Προεδρικό Διάταγμα [άρθρο 25 παρ. 9β του ν. 2508/1997 (Α΄ 124), Κεφάλαιο Β του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. της 14/27.7.1999 (Δ΄ 580), ΣΕ 3661/2005 Ολομ., ΠΕ 115/2007 5μ. σκ. 5, ΠΕ 200/2007, σκ. 12], με πρόταση των συναρμόδιων Υπουργών, δηλαδή του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (λόγω του χαρακτηρισμού του Πηλίου ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους), του Υπουργού Πολιτισμού (λόγω της ύπαρξης πλήθους μεταβυζαντινών οικισμών, μνημείων και στοιχείων σε όλη την περιοχή του Πηλίου, που εμπίπτουν στο νόμο περί αρχαιοτήτων), και του Υπουργού Γεωργίας, δεδομένου ότι πολλοί οικισμοί, ιδίως του βόρειου και του ανατολικού Πηλίου, περιβάλλονται ή γειτνιάζουν με δάση και δασικές εκτάσεις.  Είναι αυτονόητο ότι η νέα αυτή οριοθέτηση θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη νομολογία του ΣτΕ, να λάβει δηλ. υπ’ όψη της όχι τη σημερινή κατάσταση των οικισμών, όπως αυτή προέκυψε από την άναρχη και παράλογη επέκτασή τους βάσει των μη νόμιμων αποφάσεων «οριοθέτησης», αλλά την κατάσταση που υπήρχε στις 14.3.1983, δηλαδή την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 1337/1983 (άρθρο 79, 100 του ΚΒΠΝ,  ΣΕ 5248/1995 7μ. και πάγια νομολογία). Επίσης πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη οι ιδιαιτερότητες κάθε οικισμού, ιδιαίτερα όσων από αυτούς είναι χαρακτηρισμένοι ως παραδοσιακοί, διότι τα κριτήρια οριοθέτησης των οικισμών αυτών είναι ειδικότερα και αυστηρότερα από ό,τι για τους για τους οικισμούς των κάτω των 2000 κατοίκων γενικώς (ΠΕ 115/2007 5μ, 200/2008 κ.ά). Είναι αυτονόητο επίσης ότι δεν επιτρέπεται κατά τον ανακαθορισμό, με νόμιμα κριτήρια, να «επικυρωθούν» απλώς οι προηγούμενες παράνομες «οριοθετήσεις» που έγιναν στο παρελθόν με νομαρχιακές αποφάσεις και περιελάμβαναν τεράστιες εκτάσεις ως ανήκουσες, δήθεν, στον «οικισμό» (ΠΕ 200/2008). Τέλος, κατά πάγια νομολογία, μέχρι την ορθή κατά τα άνω οριοθέτηση των οικισμών, η αρμόδια πολεοδομική αρχή, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αιτήσεως για την έκδοση οικοδομικής άδειας, πρέπει να διατυπώνει παρεμπίπτουσα κρίση και να αποφαίνεται με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, βάσει νόμιμων στοιχείων (αεροφωτογραφίες περί το 1983, φωτογραφίες του ακινήτου, των πέριξ οικοδομών και της ευρύτερης περιοχής κ.λπ), για το ζήτημα αν το συγκεκριμένο ακίνητο ευρίσκεται εντός ή εκτός του συνεκτικού τμήματος του οικισμού, οπότε εφαρμόζονται, αντιστοίχως, οι διατάξεις για την εντός ή εκτός των οικισμών δόμηση.

 

Γ H οριοθέτηση, ως εκ της φύσεώς της, είναι μερικό και προσωρινό μέτρο και δεν εξασφαλίζει, μόνη αυτή, την διαρκή προστασία και τη βιώσιμη ανάπτυξη των οικισμών. Επομένως απαιτείται η άμεση κίνηση της διαδικασίας εκπόνησης πολεοδομικής μελέτης για κάθε οικισμό, με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (ν. 2508/97, ιδίως άρθ. 19 παράγρ. 5 αυτού, ν.1337/83, π.δ. 20.8.1985, ν.δ. 17.7.1923 κ.λπ), διότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα αποτυπωθεί επακριβώς η προστατευτέα πραγματική κατάσταση, θα εκτιμηθούν οι ανάγκες για κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελή κτίρια και λοιπές εξυπηρετήσεις (που σήμερα είναι ανύπαρκτοι ή δημιουργούνται εική και ως έτυχε), η φέρουσα ικανότητα, οι προοπτικές και η δυνατότητα λελογισμένης ανάπτυξης και τυχόν επέκτασης των οικισμών, με σεβασμό στη φυσιογνωμία τους κλπ. Οίκοθεν νοείται ότι με την έναρξη της σχετικής διαδικασίας επιβάλλεται η αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στους οικείους οικισμούς.